Ο σκύλος γαβγιζε απ'το πρωί. Είναι ένας μεγάλος σκυλος δεμένος στην αυλή και το γάβγισμά του βαρύ και γεμάτο. Γάβγιζε χωρίς κάποιον εμφανή λόγο. Δεν άντεχα να τον ακούω άλλο.
Βγήκα στην πόρτα της κουζίνας κρατώντας ένα κοντάρι...σταμάτα ....σταμάτα επιτέλους...τον απείλησα. Εκείνος σα να αντιλήφθηκε μέσα από την διαταγή την εξάντληση της αντοχής μου, σταμάτησε και χώθηκε στο σπιτάκι του.
Δεν άντεχα άλλο το βογκητό της.
Από μέρες έχω βάλει στ'αυτιά μου βαμβάκι κι όλα τα ακούω σαν μέσα σε βυθό.
Ισως είναι χειρότερα έτσι, γιατί το βογκητό δυνάμωσε.
Αν η ψυχή μου είναι ένα σχοινί, την νιώθω τεντωμένη να τρίβεται πάνω του.
Η παρουσία της είναι ένα βογκητό. Τίποτε άλλο.
Δεν έχει τίποτα να πει, δεν έχει τίποτα να κάνει.
Αυτού του τίποτα του θανάτου, είμαι ο αποδέκτης.
Δεν υπάρχει κανείς εμφανής λόγος να βογκάει.
Παγιδευμένη στην παγίδα που ύφαινε για χρόνια, να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει από μια δυστυχισμένη μάνα... από μια ζωή δυστυχίας... πώς αλλιώς θα κρατούσε τους άλλους, υπό τον έλεγχό της, κοντά της, ... να μην μπορεί να ξεφύγει ούτε η ίδια από το ίδιο της το βογκητό...κάτι που ο σκύλος κάνει σχετικά εύκολα με το γάβγισμά του!
Πώς να προστατέψω το δέρμα μου;
Πώς να προστατέψω τα μάτια μου και το μυαλό μου;
Σταμάτα...σταμάτα επιτέλους, δεν αντέχω άλλο .... της φώναξα, μια μέρα.
Από τότε με φωνάζει μάνα...μάνα...
Είπανε ότι ξεχνάει τα ονόματα.
Πολλές νύχτες ξεχνάω να βγάλω τα βαμβάκια και κοιμάμαι μ'αυτά, στ'αυτιά μου.
Βγήκα στην πόρτα της κουζίνας κρατώντας ένα κοντάρι...σταμάτα ....σταμάτα επιτέλους...τον απείλησα. Εκείνος σα να αντιλήφθηκε μέσα από την διαταγή την εξάντληση της αντοχής μου, σταμάτησε και χώθηκε στο σπιτάκι του.
Δεν άντεχα άλλο το βογκητό της.
Από μέρες έχω βάλει στ'αυτιά μου βαμβάκι κι όλα τα ακούω σαν μέσα σε βυθό.
Ισως είναι χειρότερα έτσι, γιατί το βογκητό δυνάμωσε.
Αν η ψυχή μου είναι ένα σχοινί, την νιώθω τεντωμένη να τρίβεται πάνω του.
Η παρουσία της είναι ένα βογκητό. Τίποτε άλλο.
Δεν έχει τίποτα να πει, δεν έχει τίποτα να κάνει.
Αυτού του τίποτα του θανάτου, είμαι ο αποδέκτης.
Δεν υπάρχει κανείς εμφανής λόγος να βογκάει.
Παγιδευμένη στην παγίδα που ύφαινε για χρόνια, να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει από μια δυστυχισμένη μάνα... από μια ζωή δυστυχίας... πώς αλλιώς θα κρατούσε τους άλλους, υπό τον έλεγχό της, κοντά της, ... να μην μπορεί να ξεφύγει ούτε η ίδια από το ίδιο της το βογκητό...κάτι που ο σκύλος κάνει σχετικά εύκολα με το γάβγισμά του!
Πώς να προστατέψω το δέρμα μου;
Πώς να προστατέψω τα μάτια μου και το μυαλό μου;
Σταμάτα...σταμάτα επιτέλους, δεν αντέχω άλλο .... της φώναξα, μια μέρα.
Από τότε με φωνάζει μάνα...μάνα...
Είπανε ότι ξεχνάει τα ονόματα.
Πολλές νύχτες ξεχνάω να βγάλω τα βαμβάκια και κοιμάμαι μ'αυτά, στ'αυτιά μου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου