Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ουρλιάζουν τα πλήθη: η περίπτωση ενός νεαρού, η δημοσιότητα και ο δημόσιος χώρος

Ομολογώ ότι ιδέα δεν είχα για τον νεαρό τραγουδιστή Τζάστιν Μπίμπερ  (Justin Beiber, 1994) έως προχθές που άκουσα για αυτόν σ' ένα βραδινό δελτίο  ειδήσεων της tv. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα θέματα (έχω αναφερθεί και παλιότερα στο τι σημαίνει αυτό το ανακάτεμα των άσχετων μεταξύ τους θεμάτων στα δελτία ) πληροφορήθηκα ότι ο εν λόγω τραγουδιστής σε μια συναυλία που έδωσε πρόσφατα κάπου στην Αμερική, πέταξε, λέει,  το μικρόφωνό του και αποχώρησε επιδεικτικά, διότι το πλήθος των θαυμαστών του  ούρλιαζε υστερικά και δεν τον άφηνε να  τραγουδήσει.
Ο σχολιασμός της είδησης από την γνωστή τηλεπαρουσιάστρια, ήταν ότι ο Τζαστιν "αποδείχθηκε πολύ μικρός και ανώριμος  ακόμα, για να διαχειριστεί την μεγάλη του δημοσιότητα".

Πριν γράψω το σημείωμα αυτό θεώρησα καλό να ενημερωθώ κάπως για τα περί του νεαρού, βιογραφικά κλπ καλλιτεχνικά δεδομένα. Βρήκα διάφορες πληροφορίες στο διαδίκτυο, που ασφαλώς είναι διαθέσιμες στον καθένα που θα ήθελε να το ψάξει.
Από την έρευνά μου αυτή δεν μου έμεινε καμία αμφιβολία ότι η περίπτωση Μπιμπερ: α) είναι μια κλασική υποστασιοποίηση του γνωστού "αμερικάνικου ονείρου" : ένας άγνωστος και φτωχός ερασιτέχνης νεαρός τραγουδοποιός ανεβάζει στο youtube βιντεακια με τα τραγούδια του, τον ανακαλύπτει κάποιος μάνατζερ κυνηγός ταλέντων, του κάνει ένα συμβόλαιο και τον εκτοξεύει στο πάνθεον των αστέρων της αμερικανικής κοινωνίας και showbiz, μέσα σε λίγους μήνες γίνεται διάσημος και πάμπλουτος (σας θυμίζει κάτι;), και β) ότι καλώς δεν γνώριζα τίποτα έως σήμερα,  καθόσον τα δικά μου ακούσματα με τις τσαμπούνες και τα κλαρίνα, απέχουν έτη φωτός από την υβριδική με λαχανί και φούξια κόκκους μουσική παραγωγή του νεαρού σταρ.

Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση ήταν το σχόλιο της τηλεπαρουσιάστριας.
Σε τι συνίσταται η "μεγάλη δημοσιότητα"; Μπορούμε ίσως από το πάθημα του Τζάστιν να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για τον χαρακτήρα του δημόσιου χώρου και την τύχη όλων αυτών που θέλουν να περνάνε για "δημόσια πρόσωπα";
Τι ήταν αυτό που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί ο τραγουδιστής ως όφειλε;
Και, πράγματι δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί ή μήπως έχει απολέσει κάθε δυνατότητα οποιουδήποτε διαχειρισμού, οπότε δεν γεννάται καν τέτοιο θέμα;

Ασφαλώς ο καθένας, και πρώτ'απ'όλους ο ίδιος ο τραγουδιστής, μπορεί να δώσει μια εξήγηση για την αντίδρασή του αυτή και είμαστε υποχρεωμένοι να την συνυπολογίσουμε καθώς επιχειρούμε μια κατανόησή της.

Αν δημόσιος χώρος είναι ένας χώρος δραστικών αλληλεπιδράσεων και εμφανίσεων, δηλ. ως ο χώρος-που-μας-συνδέει, τότε μέσα  σ'αυτόν δεν ανήκουν οι κυβερνώντες, καθώς αυτοί έχουν μόνο κατ'επίφαση  μια κάποια αναφορά σε αυτόν. Η μετάλλαξή τους σε τεχνοκράτες -ακριβά και αξιόπιστα γρανάζια, σφηνωμένα  σε κάποιους μηχανισμούς, τους απονέμει έναν χαρακτήρα επιτελεστικό και όχι δημόσιο. Άνθρωποι σαν τον Ντάισελμπλουμ, την Λαγκαρντ , σχεδόν το σύνολο των κυβερνητικών και κοινοβουλευτικών στελεχών, δεν αποτελούν δημόσια πρόσωπα και ο  σύγχρονος δημόσιος χώρος ούτε τους περιλαμβάνει ούτε κι αυτοί έχουν αναφορά σ'αυτόν.

Αντίθετα, με τους τεχνοκράτες πολιτικούς που εξορίστηκαν από τον δημόσιο χώρο, ο σύγχρονος δημόσιος χώρος ως χώρος εκδήλωσης-σύνδεσης,  καταλήφθηκε από τα ινδάλματα του θεάματος και πλέον συστρέφεται γύρω από αυτά.
Το γεγονός ότι τα δελτία ειδήσεων περιλαμβάνουν σταθερά νύξεις και πιπεράτα νέα από τους χώρους της showbiz, δίπλα δίπλα με την πολιτική ειδησεογραφία,  δεν είναι μόνο χάριν γκλαμουριάς και τηλεθέασης' είναι η σταθερή ανάδυση και κατοχύρωση αυτού του καινοφανούς δημόσιου χώρου και του συνοδεύοντος ήθους και γλωσσικού ιδιώματός του.

Το πρώτο χαρακτηριστικό  ενός έτσι φτιαγμένου δημόσιου χώρου είναι το μέγεθος . Τα ακροατήρια που συντίθενται γύρω από τέτοια ινδάλματα (βλ. Ρονάλντο, Καρτάσιανς κ.αλ.) είναι επικών διαστάσεων, πράγμα που πιστοποιείται  και από τα εκατομμύρια των ιντερνετικών "ακολούθων" τους. Το στοιχείο του μεγέθους μας προειδοποιεί ότι,  οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτά τα ακροατήρια, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως αμελητέο,  αλλά πρέπει να ηχεί στα αυτιά μας σαν ένα προανάκρουσμα, σαν μια  προεξαγγελία των χαρακτηριστικών του ομογενοποιημένου κόσμου του μέλλοντός μας.
Εξάλλου στον χώρο της Τεχνης ανήκει  το προνόμιο να λειτουργεί ως ο προάγγελος στο παρόν γενικότερων και ανείδωτων τάσεων που προεικονίζουν το μέλλον.

Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αναδυόμενα ινδάλματα και στο μεγα-κοινό τους δεν είναι πλέον αυτή που ήταν κάποτε, έχει προχωρήσει πολύ πέραν του μιμητισμού. Η  ρηχότητα του μιμητισμού που είχε προηγηθεί κατά τις δεκαετίες της ένδοξης μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, τότε που μπορούσαν να παράγονται ακόμα συστημικές εξοχότητες, χωρίς να έχει απολέσει την ικανότητά της, και σήμερα,  να πραγματοποιεί υπερκέρδη για τα εμπορικά μονοπώλια, ωστόσο δεν αρκεί πια για να εκφράσει το ιδιότυπο στάδιο στο οποίο βρισκόμαστε.

Τα ινδάλματα δεν κατασκευάζονται πλέον για να γίνουν μιμητικά πρότυπα.
Τα ινδάλματα κατασκευάζονται ως δημόσιες περσόνες και ρίχνονται σε μια δίχως φραγμούς δημοσιότητα για να καταναλωθούν. Η κατανάλωσή τους, ενώ παρομοιάζει με την κατανάλωση οποιουδήποτε άλλου προϊόντος,  ωστόσο δεν έχει τον ιδιωτικό χαρακτήρα της ανάλωσης πχ μιας ηλεκτρικής συσκευής, ενός ζευγαριού παπουτσιών ή ενός πακέτου μακαρόνια , αντίθετα γίνεται δημόσια με την συμμετοχή ενός μεγα-κοινού, το οποίο αλώνοντας και  καταναλώνοντας το ίνδαλμα δημιουργεί τον χώρο-που -μας- συνδέει, ήτοι τον σύγχρονο δημόσιο χώρο, μέσα από μια ανθρωποφαγική διαδικασία.
Η διαδικασία αυτή είναι ενεργή σε κάθε  τι που έχει δημόσιο πρόσημο.

Ένα πλήθος χιλιάδων ανθρώπων που σε κατάσταση μαζικού παραληρήματος ουρλιάζει, συντονίζεται ρυθμικά και σωματικά, και κατέχεται ψυχικά από μια απαίτηση καταβρόχθισης του ινδάλματος, σε μια ενορμητική ένωση μαζί του και δια της ενώσεως αυτής αποζητά την επίτευξη μιας μετοχής σε ότι αυτό το ίνδαλμα ενσαρκώνει (: αγέραστη νεότητα, δύναμη, δόξα κλπ).
Ταυτόχρονα και εκ των πραγμάτων το ίνδαλμα βρίσκεται συνεχώς εκτεθειμένο στο άγχος του εκμηδενισμού του και αυτό είναι που δεν μπόρεσε να χειριστεί ο νεαρός, αν και η καλή κυρία εκφωνήτρια δεν θα είχε υπόψη της την παρούσα εκδοχή αλλά η αναφορά της θα είχε μάλλον τεχνικό χαρακτήρα (του λείπει η πείρα, το know how) ή  ηθικό υπονοούμενο (είναι ένα ξιπασμένο κωλόπαιδο).
Συνήθως,  πάντως, τέτοια ινδάλματα καταλήγουν... φαγωμένα και μάλιστα πολύ σύντομα,  γράφοντας την δική τους θλιβερή ιστορία (βλ. Amy Winehouse και -γιατί όχι Παν. Παντελίδη).
Όσο αφορά στο αν μπορούσε να το διαχειριστεί έτσι ή αλλιώς , η απάντηση είναι Όχι και με κανένα τρόπο.  Διότι,  η κανιβαλική συνθήκη που υφίσταται ανάμεσα στο μεγα-κοινό και το ίνδαλμά του, είναι μεσολαβημένη από οικονομικά συμφέροντα, τα οποία ακόμα και την αποχώρηση από την σκηνή και οποιαδήποτε μορφή αντίδρασης, θα την εντάξουν αυτομάτως μέσα στην κατασκευαστική εικόνα του ίνδαλματος, δηλαδή στην ανθρωποφαγία για την οποία προορίζεται.

Εισερχόμαστε στον μετα-καπιταλισμό με κληρονομημένο εναν ανθρωπολογικό τύπο ο οποίος δεν ενδιαφέρεται πια ούτε να μιμηθεί (αυτό θα ήταν αιτία παραγωγής καποιου πολιτισμού) αλλά μόνο να καταναλώσει κανιβαλίζοντας τον κόσμο.

Αυτό όμως που  ενδιαφέρει, εντέλει, σε όλα αυτά είναι ότι χώρος-που-ειναι-αναμεσά μας, στην καθημερινή ζωή, στο διαδίκτυο,  στην Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων,  έτσι όπως αυτός φαίνεται να ορίζεται πλέον από το ουρλιαχτό. 












Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_αν αυτή είναι η πολιτική

 Δεν θα το επιδιώξω, αλλά θα εκμεταλλευτώ αυτή τη καταπληκτική συγκυρία : ώρα απογευματινή, μάθημα σε σπίτι, σε κεντρική πλατεία, σε κεντρικό χωριό, από κάτω τα καφενεία και είχα εντοπίσει καθώς πήγαινα ασυνήθιστες κινήσεις, μια αναταραχή και μια κυρία, άγνωστη σε μένα,  με χρώμα μαλλιών σε ώριμη μελιτζάνα να περιφέρεται μαζί με μια φίλη της που δεν είχε τίποτε το αξιοσημείωτο. Εγώ πρόσεξα την μελιτζανί.  Το μάθημα κυλούσε ανάμεσα σε απογοητεύσεις και προσπάθειες, οι ήχοι  της πλατείας γνωστοί και γι αυτό ανήκουστοι  έφταναν αλλά και δεν έφταναν σ'αυτιά μου, ίσως αν πρόσεχα έξω να έφταναν, αλλά εγώ πρόσεχα μέσα.  Οι ήχοι αλλάζουν. Ξέρω την αλλαγή των μικροφωνικών στις μικρές πλατείες των χωριών.  Τέλος μαθήματος. Η προεκλογική συγκέντρωση στα μισά. Έμεινα να ακούσω κι εγώ. Παράγγειλα όπως κάνω πάντα μια τσικουδιά και τι ανανέωση προσώπων, κινήσεων, χρωμάτων. Ίδιες ιδέες ή καλύτερα καμία ιδέα... χωρίς ιδέες. Το απόγευμα όμως δεν έχασε σε τίποτα την ομορφιά του Απρίλη του.  Το κόμμα,