Η μάχη τους δεν μ’ αφορά.
Ας θέλουν να με σώσουν.
Ας αγωνίζονται γι’ αυτό
ας προσπαθούν να πείσουν
το άδειο μου μυαλό πως έχουνε τις λύσεις
για να με συνεφέρουνε ας ψάχνουν να βρουν τρόπους,
επιστημονικούς, πρωτότυπους, καινούργιους ή παλιούς,
ας θέλουν το καλό μου.
Μάταια θα αγωνίζονται, εγώ θα μένω άσωτη
με αδειανό κεφάλι να τριγυρνώ στην πόλη τους
ψάχνοντας τα σκουπίδια,
θα κάθομαι στην άσφαλτο
σε βρωμερά παγκάκια,
θα τσαλαβουτώ μες τα νερά
και θα ζητώ να μάθω.
Τι λέει ετούτη η σιωπή που απλώθηκε στους δρόμους;
Τα ηλεκτρονικά συστήματα, οι φράχτες,
οι συναγερμοί τι κλείνουνε απ’ έξω;
Τι καταναλώνουνε τα σώματα για να ξεχνάνε;
και για να μη νιώθουνε την συντριβή της μέρας;
Τι βλέπουν τα μάτια αυτών που αντιστέκονται
στα όνειρα, στα δάκρυα, στο μέσα τους σκοτάδι;
Τι λένε της νύχτας οι φωνές και οι φυλακισμένοι
πώς δικάστηκαν, πού βρίσκονται τα τείχη;
Εκείνο το παράθυρο εκεί, γιατί είναι κλεισμένο πάντα;
πώς αναπνέει και πώς ζει αυτός που μένει μέσα;
Γιατί είναι φυσικό και λογικό και πρέπον
να υπάρχουνε άνεργοι, ξένοι,
ζητιάνοι, περιθωριακοί, άθλιοι, χαμένοι
«ομάδες αδύνατων συμπολιτών» όπως τους λένε,
και να ζητούν έλεος, επιδόματα ,
την άδεια για να ζήσουν;
και πώς τάχα να ζουν οι δυνατοί;
Ποιοι έμποροι αγοράσανε τη φαντασία των παιδιών
και πούλησαν πτυχία μαζί με ψίχουλα ζωής
και ένα μέλλον άρρωστο, τραγικό από παντού
κλεισμένο;
Και πώς μιλάνε τα παιδιά που χάσανε τη μιλιά τους;
Ποιός δεν πάει σπίτι του και στέλνει τη σκιά του;
και πώς ερωτεύονται οι άνθρωποι που ληστεύτηκαν,
που χάσανε την αφή τους,
την όραση, την ακοή, την δύναμη
να είναι αδύναμοι σαν βρίσκονται μαζί με την αγάπη;
Και επιτέλους ποιανού είναι αυτή η φωνή που συνεχώς
μιλάει, μιλάει, μιλάει
και που πολλαπλασιάζεται στους αδειανούς τους δρόμους
στης πόλης τούτης τα μεγάφωνα
κι απλώνεται παντού κι έρχεται και σε βρίσκει;
Πού πήγαν οι άλλες οι φωνές;
Πού βρέθηκαν τόσοι στρατοί, πώς φτιάχτηκαν τόσοι νόμοι;
Ποιός καταχωρεί, ποιός απαριθμεί και ποιός χαράζει δρόμους
μέσα στους εγκεφάλους για να περνούν με άνεση,
και την ταχύτητα που η εποχή ζητάει, η φρίκη και η
ανία;
Και πώς υμνούν οι ποιητές την εποχή ετούτη;
Έτσι ρωτάω,
κι έτσι περνώ απέναντι στα κόκκινα φανάρια
κι έτσι σιωπώ κι ακούω
μέσα από πολλά νερά τα ψάρια να μιλούνε
κι έτσι μένω απέναντι να θαυμάζω,
τα σπίτια και τους κάδους,
τα γήπεδα, τα σχολεία τους,
τους τάφους τους και τ' αυτοκίνητά τους,
την τάξη και την παγωνιά της βυθισμένης πόλης.
Έτσι εγώ άσωτη θα μένω
ας θέλουν να με σώσουν,
ας ψάχνουν, ας αγωνιούν,
κι όταν κάποτε θ' αρχίσω να γελάω
θα ξεχυθεί το γέλιο μου από τα σωθικά μου,
απείθαρχο κύμα ωστικό, κύμα
που θα τραντάξει όλες τις λύσεις τους κι όλες τις σωτηρίες.
Eλένη
ΑπάντησηΔιαγραφήήμουν αρκετά νεότερη πριν χρόνια όταν άκουσα έναν οικογενειακό φίλο ψυχίατρο να λέει πως στα 35 χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, δεν κατάφερε να "σώσει"-θεραπεύσει επί της ουσίας, κανέναν από τους πελάτες του.
Θεραπεύτηκαν είπε όλοι κι όλοι ΜΟΝΟ δύο, που το αποφάσισαν και το κατάφεραν από μόνοι τους, χωρίς τη δική του βοήθεια!
Είχα εντυπωσιαστεί. Την παρόμοια δήλωση, την άκουσα στην Πάτρα και από άλλους δυο γνωστούς ψυχιάτρους.
Ο πρώτος ήταν θρησκευόμενος γιατρός, οι άλλοι δυο μάλλον άθεοι. Αλλά οι παρατηρήσεις τους είχαν τα ίδια ποσοστά θεραπείας.
Απίστευτο μου φάνηκε.
Βλέπεις είχα μάθει να σέβομαι τις επιστήμες. Δηλαδή θεωρούσα την ψυχιατρική επιστήμη, ενώ δεν είναι. Τίποτε δεν επίστανται καλώς οι ψυχί-ατροι, περί ψυχής, πέραν ίσως της δράσης της φαρμακολογίας επί των νευρώνων.
Το θέμα αυτό της ψυχο-θεραπείας το τοποθετεί ο ψυχίατρος Σκοτ Πεκ ως ζήτημα προαίρεσης.
Διάβαζα για την έννοια "προαίρεση" στα Πατερικά κείμενα των Αγίων, αδυνατούσα να καταλάβω...Με τη βοήθεια του Πεκ κάπως το προσέγγισα.
Πολύ αργά και δύσκολα...
Ασφαλώς και σέβομαι τις επιστήμες!! Η συνεισφορά τους στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι ανυπολόγιστη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ποίημα δεν αφορά κάποια συγκεκριμένη επιστήμη, ούτε και αναφέρεται σ' αυτές.
Αφορά την χειραγώγηση και την εξαχρείωση της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, από εξουσιαστικές δομές.
Αγαπητή Ευανθία, θεωρώ την επιστημονική σκέψη και γνώση απολύτως συμβατή με τον ώριμο άνθρωπο και προϋπόθεση της πολιτισμένης συμβίωσης.