Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_για μια φιλοσοφία των Γαϊδάρων*



Μετράω τα βήματα μου φορτωμένος πάλι, και σίγουρα δεν επιθυμώ να είναι πάρα πολλά.
Κουράστηκα, διψάω, ο δρόμος είναι κακοτράχαλος, περιμένω πως και πως να φτάσουμε στον προορισμό μας να ξαποστάσω.
Πολλές φορές, όταν ξεκουράζομαι και πίνω άφθονο νερό φαντάζομαι έναν τρελό ελεύθερο βηματισμό σε ένα πλούσιο λιβάδι, μαζί με τους άλλους Γαϊδάρους, να τρώμε να πίνουμε και να σεξουαλιζόμαστε ελεύθερα, αγκαλιασμένοι τις νύχτες κοιτώντας τον έναστρο ουρανό, γκαρίζοντας με χαρά και λύπη, σε έναν γαϊδουρόκοσμο όπου δεν θέλεις να μετράς τα βήματά σου λόγω τού βάρους, αν είναι πολλά ή λίγα, τι σημασία θα είχε τότε άραγε; καμία σημασία.
Τώρα, κάθε βήμα μου είναι κούραση αλλά και πείσμα μέχρι το επόμενο και το επόμενο και τελειωμό δεν έχει.
Αν ο τροφοδότης που με φορτώνει το παρακάνει μπορεί και να του ρίξω καμιά κλωτσιά, ή να στυλώσω τα πόδια μου και να μην το κουνάω με τίποτα.
Δεν καταλαβαίνω πολλά από τα ανθρώπινα πράγματα, δεν μπορώ να τα χωρέσω στο ξεροκέφαλο μου, αν και με τα μεγάλα αυτιά μου ακούω πολλά, και τότε είναι μερικές φορές που δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Χθες άκουσα τον δεσμώτη δεσμοφύλακα να συζητάει με τους φίλους του, δεσμώτες δεσμοφύλακες κι αυτοί, ότι ετοιμάζουν ένα ατελείωτο ατέρμονο ταξίδι, και αίφνης με διαπέρασε ένα ρίγος.
Θα με πάρουν άραγε μαζί τους;
Σίγουρα θα έχει σταθμούς αυτό το ταξίδι, αλλά είπαν ότι δεν θα τελειώσει ποτέ.
Αυτή η ιδέα δεν μου άρεσε καθόλου.
Ο φίλος μου στο διπλανό χωράφι είπε ότι μπορεί να μας συμφέρει ένα τέτοιο ταξίδι, αφού κάπου ίσως και να μπορέσουμε να ξεφύγουμε. 
Η αναστάτωση των μεγάλων ταξιδιών αφήνει περιθώρια για δραπετεύσεις. 
Του είπα ότι είναι ένας ονειροπόλος Γάιδαρος γεννημένος να ακούει τους δεσμώτες δεσμοφύλακες υπάκουα, γιατί το πιο πιθανό είναι να τα κακαρώσουμε σε ένα σημείο τής διαδρομής, και τότε απλά θα μας αντικαταστήσουν με άλλα Γαϊδούρια συνεχίζοντας το ταξίδι τους.
Γύρισε απογοητευμένος το γαϊδουροκέφαλό του και με απεκάλεσε Γάιδαρο απελπισμένο που προτιμάει μια ζωή στα δεσμά με εξασφαλισμένο σανό, λίγο νερό και αρκετές ξυλιές για να συνεχίσει να κουβαλάει μέχρι το τέλος τής ζωής του ένα ξένο φορτίο.
Κάναμε καιρό να μιλήσουμε, να γκαρίξουμε δηλαδή ο ένας στον άλλον.
Στο ενδιάμεσο διάστημα σκέφτηκα ότι μπορεί ο φίλος μου να είχε κάποιο δίκιο.
Ένα μεγάλο ταξίδι ίσως να ήταν μια ευκαιρία να δοκιμάσουμε την τύχη μας.
Όταν τού το είπα, γκάριξε με χαρά και με κοίταξε με εκείνο το τρυφερό γαϊδουρίσιο βλέμμα που σκοτώνει καρδιές, εναποθέτοντας μου το δύσκολο καθήκον να τρέφω κάθε μέρα το όνειρό του, ένα όνειρο που όμως δεν πίστεψα ποτέ. Αυτά έχουν οι φιλίες, αληθινές ή επιφανειακές.
Να πρέπει να τρέφεις τα τρελά όνειρα των φίλων σου που δεν πιστεύεις, μόνο και μόνο γιατί κάποια στιγμή τα υποδέχτηκες με κάποια ελπίδα στην ψυχή σου.
Γιατί, για να σας πω την πάσα αλήθεια, ποτέ μου δεν πίστεψα τα μεγάλα ταξίδια, καλά καλά ακόμα και οι μικρές επίπονες διαδρομές που μας έσερναν οι δεσμώτες δεσμοφύλακες μού φαίνονταν ήδη μεγάλες.
Πόσο θα ήθελα ν' αράξω σε ένα μικρό λιβάδι, ξεχασμένο από δεσμώτες δεσμοφύλακες και αρπακτικά, να γιάνω λίγο τις πληγές μου, να ξεκουράσω τα πόδια μου, να γκαρίξω ελεύθερος και κεφάτος προς τα άστρα, φωνάζοντάς τους άλλη μια φορά το ίδιο και το ίδιο, πως τίποτα δεν είναι, είναι ό,τι είναι, κι εγώ κάπου χάμω χαμένος να απολαμβάνω τις ώρες τις μέρες και τα χρόνια που μένουν, όντας τίποτα κι εγώ, ένα τίποτα που κάποτε το φόρτωσαν με ξένα φορτία, το κλότσησαν, το έβρισαν, ώσπου τους ξέφυγε ή το άφησαν γέρικο και άχρηστο να φύγει.
Αυτό το κορμί είναι ακόμα γερό, η φωνή δυνατή, καμία ελπίδα δεν μένει, οπότε τι; τι άλλο απομένει από το να ψάξω αυτό το λιβάδι. 
Κάπου σκέφτηκα ότι ο διπλανός μου σκέφτονταν το ίδιο, διέφεραν οι σκέψεις τής φυγής, κι ένα δίκιο που είχε, έτσι σκέφτηκα, είναι ότι αν είχαμε μια πιθανότητα να κερδίσουμε αυτό το μικρό λιβάδι θα ήταν αν ξεκίναγε αυτό το ατελείωτο ταξίδι.

Ιωάννης Τζανάκος


Αναδημοσίευση από : Αυτοκαθορισμός
*Αρχικός τίτλος : "γκάρισμα ή ογκάνισμα περί απείρου"

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός