Παιδί της κατοχικής Αθήνας.
Παιδί μικρασιατών του διωγμού.
Λίγο πάνω απ΄ τα ογδόντα σήμερα
Σε μια γειτονιά των δυτικών συνοικιών
που άλλαξαν τόσο
κι όμως το μάτι που ξέρει
βλέπει αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει.
Ξέρει τα σημάδια κι ας πέρασαν τόσα χρόνια.
Τα κολωνάκια των αυλόπορτων
και τα στενά πεζοδρόμια
τους χωματένιους δρόμους και τα μονόχωρα σπιτάκια
Την κυρία Αιμιλίτσα, τον κυρ-Γιώργη που έφτιαχνε τους χαρταετούς
την κυρία του, την Βιργινία που της άρεζε το κασέρι και το φύλαγε
στις τσέπες της ρόμπας της, τις λερές.
Την κυρία Μαρίκα με τα χρυσά σκουλαρίκια και τα μεγάλα βυζιά
που γέλαγε κακαριστά
την θεία Θεολογία που πήγαινε με τα πόδια στο ποτάμι
χειμώνα καλοκαίρι για το μεροκάματο
και είχε κάτι μάτια που σπίθιζε το πνεύμα της το ετοιμόλογο, το σπίρτο.
Σκιές.
Τη γκαζιέρα και το νερό που ζεσταίναμε το Σάββατο να μπούμε ένας ένας για μπάνιο.
Τα απογεύματα που ο ήλιος έλουζε τα δυτικά λημέρια των εργατικών.
Το μάτι που ξέρει βλέπει.
Οσμές.
Εκεί είναι αυτή που σας λέω.
Μια γριούλα πια,
πολλά παιδιά,
μακροχρόνιες αρρώστιες,
καταστροφές πυρκαγιάς,
αιφνίδιοι θάνατοι,
χωρισμοί,
δράματα.
Κι αυτή είναι εκεί. Στο σπίτι που γεννήθηκε.
Βολεύομαι παντού, μας έλεγε.
Και σε μια πέτρα πάνω κοιμάμαι...
Πηγαίνει νωρίς για ύπνο,
δε νομίζω όμως ότι νυστάζει
το κάνει από ευγένεια
βγάζει τα ρούχα της, βάζει το νυχτικό της
και προσεύχεται σε ένα εικόνισμα του Εσταυρωμένου,
για όλους σας λέω στην προσευχή μου, μας έλεγε
μετά ανάβει το φωτάκι δίπλα της,
ανοίγει το μικρό της ραδιόφωνο και ακούει ξάγρυπνη ως αργά.
Τι να σκέφτεται αυτές τις ώρες;
Το πρωί είναι σα να ξυπνάει απ' αυτήν ο κόσμος
σιγανά, μικροί θόρυβοι, η βρύση, το μπρίκι,
ο καφές της
σχίζει το φύλλο του ημερολογίου που δείχνει την ημέρα, το μήνα, την ανατολή και τη δύση του ηλίου,
και διαβάζει συλλαβιστά
μια δυο φορές σα να θέλει να το καταλάβει σε βάθος
το απλό στιχάκι. Μετά το φυλάει στο ραφάκι
να μας το διαβάσει το μεσημέρι, με μια περηφάνια στη φωνή της
τώρα που το ξέρει σχεδόν απέξω
και όλη μέρα καταγίνεται.
Απλή, ρωτάει διακριτικά,
στήνει το μαγειριό της
περιμένει, μπαίνει βγαίνει,
γειτονιά... οικεία πρόσωπα και φωνές στο στενό δρομάκι
ο δικός της κόσμος.
Το μεσημέρι ξαπλώνει και διαβάζει
διαβάζει ότι πέσει στα χέρια της
όχι όμως εφημερίδες, ποτέ δεν της άρεσαν οι εφημερίδες.
Διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία, τον καζαμία, βιβλιαράκια της Ενορίας,
της αρέσει να μας λέει τι διάβασε,
με μια συστολή στην αρχή και μετά παρασύρεται από την πλοκή της ιστορίας
άλλοτε με έκπληξη κι άλλοτε με απορία για όσα συμβαίνουν στον κόσμο,
θυμάται τις παροιμίες και τα ανέκδοτα
και τα λέει ανάλογα με την περίσταση.
Τραγουδάει παιδικά τραγούδια και ρομαντικά του πενήντα, που την πληγώνουν και δακρύζει.
Πάντα τραγουδούσε
γελάει, καμιά φορά γελάει ασταμάτητα
νευρικά και μας παρασέρνει μαζί της
Και αυτόν τον παράσερνε το γέλιο της,
Τον παράσυρε στη ζωή,
με τις φροντίδες της έως το τέλος
στην ευγνωμοσύνη, στη συγχώρεση,
Αυτόν, το μόνο της ζωής της ταξίδιον
Παραστέκεται σε όλους
μα πιο πολύ στη νεαρή χήρα του γιού της
του Γιάννη, του Γιάννη της,
που έφυγε και άφησε τα δύο μικρά
να τα μεγαλώσει και πάλι σα δικά της παιδιά
δικά της παιδιά.
Πόσο έχει κλάψει; Πόσο έχει κλάψει;
Στο τηλέφωνο η φωνή της ζωηρή,
νεανική
εύθυμη
αγαπημένη
Για εκείνη θέλω να σας πω
μια γριούλα, με την μικρή σύνταξη του άντρα της, του συχωρεμένου
μη φοβάσαι όσο είμαι εδώ,
σε μια γειτονιά ενός άκαρδου κόσμου
μη φοβάσαι τίποτα,
Για την παρρησία της αγάπης της μπροστά στο Θεό,
Για τη μητέρα μου...
Παιδί μικρασιατών του διωγμού.
Λίγο πάνω απ΄ τα ογδόντα σήμερα
Σε μια γειτονιά των δυτικών συνοικιών
που άλλαξαν τόσο
κι όμως το μάτι που ξέρει
βλέπει αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει.
Ξέρει τα σημάδια κι ας πέρασαν τόσα χρόνια.
Τα κολωνάκια των αυλόπορτων
και τα στενά πεζοδρόμια
τους χωματένιους δρόμους και τα μονόχωρα σπιτάκια
Την κυρία Αιμιλίτσα, τον κυρ-Γιώργη που έφτιαχνε τους χαρταετούς
την κυρία του, την Βιργινία που της άρεζε το κασέρι και το φύλαγε
στις τσέπες της ρόμπας της, τις λερές.
Την κυρία Μαρίκα με τα χρυσά σκουλαρίκια και τα μεγάλα βυζιά
που γέλαγε κακαριστά
την θεία Θεολογία που πήγαινε με τα πόδια στο ποτάμι
χειμώνα καλοκαίρι για το μεροκάματο
και είχε κάτι μάτια που σπίθιζε το πνεύμα της το ετοιμόλογο, το σπίρτο.
Σκιές.
Τη γκαζιέρα και το νερό που ζεσταίναμε το Σάββατο να μπούμε ένας ένας για μπάνιο.
Τα απογεύματα που ο ήλιος έλουζε τα δυτικά λημέρια των εργατικών.
Το μάτι που ξέρει βλέπει.
Οσμές.
Εκεί είναι αυτή που σας λέω.
Μια γριούλα πια,
πολλά παιδιά,
μακροχρόνιες αρρώστιες,
καταστροφές πυρκαγιάς,
αιφνίδιοι θάνατοι,
χωρισμοί,
δράματα.
Κι αυτή είναι εκεί. Στο σπίτι που γεννήθηκε.
Βολεύομαι παντού, μας έλεγε.
Και σε μια πέτρα πάνω κοιμάμαι...
Πηγαίνει νωρίς για ύπνο,
δε νομίζω όμως ότι νυστάζει
το κάνει από ευγένεια
βγάζει τα ρούχα της, βάζει το νυχτικό της
και προσεύχεται σε ένα εικόνισμα του Εσταυρωμένου,
για όλους σας λέω στην προσευχή μου, μας έλεγε
μετά ανάβει το φωτάκι δίπλα της,
ανοίγει το μικρό της ραδιόφωνο και ακούει ξάγρυπνη ως αργά.
Τι να σκέφτεται αυτές τις ώρες;
Το πρωί είναι σα να ξυπνάει απ' αυτήν ο κόσμος
σιγανά, μικροί θόρυβοι, η βρύση, το μπρίκι,
ο καφές της
σχίζει το φύλλο του ημερολογίου που δείχνει την ημέρα, το μήνα, την ανατολή και τη δύση του ηλίου,
και διαβάζει συλλαβιστά
μια δυο φορές σα να θέλει να το καταλάβει σε βάθος
το απλό στιχάκι. Μετά το φυλάει στο ραφάκι
να μας το διαβάσει το μεσημέρι, με μια περηφάνια στη φωνή της
τώρα που το ξέρει σχεδόν απέξω
και όλη μέρα καταγίνεται.
Απλή, ρωτάει διακριτικά,
στήνει το μαγειριό της
περιμένει, μπαίνει βγαίνει,
γειτονιά... οικεία πρόσωπα και φωνές στο στενό δρομάκι
ο δικός της κόσμος.
Το μεσημέρι ξαπλώνει και διαβάζει
διαβάζει ότι πέσει στα χέρια της
όχι όμως εφημερίδες, ποτέ δεν της άρεσαν οι εφημερίδες.
Διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία, τον καζαμία, βιβλιαράκια της Ενορίας,
της αρέσει να μας λέει τι διάβασε,
με μια συστολή στην αρχή και μετά παρασύρεται από την πλοκή της ιστορίας
άλλοτε με έκπληξη κι άλλοτε με απορία για όσα συμβαίνουν στον κόσμο,
θυμάται τις παροιμίες και τα ανέκδοτα
και τα λέει ανάλογα με την περίσταση.
Τραγουδάει παιδικά τραγούδια και ρομαντικά του πενήντα, που την πληγώνουν και δακρύζει.
Πάντα τραγουδούσε
γελάει, καμιά φορά γελάει ασταμάτητα
νευρικά και μας παρασέρνει μαζί της
Και αυτόν τον παράσερνε το γέλιο της,
Τον παράσυρε στη ζωή,
με τις φροντίδες της έως το τέλος
στην ευγνωμοσύνη, στη συγχώρεση,
Αυτόν, το μόνο της ζωής της ταξίδιον
Παραστέκεται σε όλους
μα πιο πολύ στη νεαρή χήρα του γιού της
του Γιάννη, του Γιάννη της,
που έφυγε και άφησε τα δύο μικρά
να τα μεγαλώσει και πάλι σα δικά της παιδιά
δικά της παιδιά.
Πόσο έχει κλάψει; Πόσο έχει κλάψει;
Στο τηλέφωνο η φωνή της ζωηρή,
νεανική
εύθυμη
αγαπημένη
Για εκείνη θέλω να σας πω
μια γριούλα, με την μικρή σύνταξη του άντρα της, του συχωρεμένου
μη φοβάσαι όσο είμαι εδώ,
σε μια γειτονιά ενός άκαρδου κόσμου
μη φοβάσαι τίποτα,
Για την παρρησία της αγάπης της μπροστά στο Θεό,
Για τη μητέρα μου...
Όμορφο και συγκινητικό! Αχ, σπανίζουν πια τέτοιες αγνές ψυχές μιας άλλης εποχής...
ΑπάντησηΔιαγραφή