Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Κατάσταση Πολιορκίας - μία ανάγνωση


Σκέψεις πάνω στο ποίημα της Ρ.Χατζηδάκη




Κατάσταση Πολιορκίας 
 Ι

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα ‘χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου,την καρδιά μου γυρεύοντας
και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν -πόσον καιρό;
Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;
Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;
Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει -έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.
Να σου τραγουδήσω;
Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.
Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα ‘ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,
Χωρίς εσένα, πώς;
Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου,ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα ‘ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
-τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα -
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.


ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
-ίσως- τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,
Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
-τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» -
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω.


III

Χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που -ίσως -καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να ‘ρθει.
>
Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα ‘χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.
Και πια δε θα ‘χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα ‘χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα ‘χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου -ίσως- νεκρό
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.


-Μία ανάγνωση-


Σε κανονικές συνθήκες ένα ποίημα που γράφτηκε στη φυλακή την περίοδο της χούντας από μια φυλακισμένη αγωνίστρια, βγήκε έξω με την μορφή σημειωμάτων, υπογραφόταν με το αινιγματικό ψευδώνυμο «Μαρίνα», έφτασε στα χέρια του Μίκη, φυγαδεύτηκε στην Ευρώπη, τραγουδήθηκε από την Μ. Φαραντούρη και τον Α. Καλογιάννη, έγινε σήμα στην Ντόιτσε Βέλε, εγκωμιάστηκε από τον τύπο και έγινε σύμβολο της αντιδικτατορικής πάλης στο εξωτερικό, έχει ήδη κάνει πάρα πολλά. Έχει κτίσει τον προσωπικό του μύθο σε τόσο στέρεο έδαφος, με κίνδυνο η «Κατάσταση Πολιορκίας» να γίνει μια φυλακή για την ίδια την ψυχή του ποιήματος, να εγκλωβίσει τον εαυτό του. Να στερηθεί, δηλαδή – στον βαθμό που το δικαιούται τουλάχιστον, ως προίκα από την συγγραφή του – την δυνατότητα να δραπετεύσει από τα χωροχρονικά του όρια και να λειτουργήσει ποιητικά.

Αυτά υπό τις  κανονικές συνθήκες,  συνθήκες  ιστορικού και πολιτικού ορθολογισμού καθώς και της, καθ’ όλα άξιας και λειτουργικά χρήσιμης, «στρατευμένης» ποίησης και λογοτεχνίας.

Εδώ όμως, παράλληλα με τις κανονικές συνθήκες, έχουμε και μια εξαιρετική συνθήκη, που κάνει το ποίημα αυτό ξεχωριστό: Την εξαιρετική συνθήκη του έρωτα της νέας γυναίκας που σπαράσσεται από το παράλογο όσο και αφύσικο γεγονός του βίαιου αποχωρισμού της από το υποκείμενο του έρωτά της.

Ποιό τόπο μπορεί να βρει η συνθήκη του έρωτα μέσα στην γενικευμένη τρέλα και την βία του εγκλεισμού; Ο αγαπημένος απών. Δεξιά και αριστερά τοίχος αδιαπέραστος. Φύλακες και συρματόπλεγμα παντού. Μόνο προς τα πάνω υπάρχει διέξοδος. Κίνηση, λοιπόν, προς τα πάνω. Έτσι, η εξαιρετική αυτή συνθήκη του έρωτα, υψώνεται ως ένα  ιστίο πάνω από το τείχος της φυλακής.
Σε αυτό θα γαντζωθεί  για να βρει ποιητική έκφραση ο πόνος της νεαρής αγωνίστριας - ποιήτριας και θα άρει το ποίημα πάνω από τις συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες, χαρίζοντάς του για πάντα την ψυχή του, κάνοντας το διαχρονικό.

Το ίδιο όμως αυτό «ιστίο» – ο ερωτικός πόνος – εξασφαλίζει στην ποιήτρια το απαιτούμενο ύψος που χρειάζεται για να μπορέσει από κει πάνω, να κάνει μια μεγαλειώδη βουτιά σε όλα τα επίπεδα, σε όλο το βάθος της ύπαρξής της και να μιλήσει όχι μόνο για τον αποχωρισμό δύο ερωτευμένων (που αν και ερωτευμένοι δεν παύουν ποτέ να είναι δύο χωριστές υπάρξεις με δυνατότητα διαχωρισμού) αλλά για κάτι βαθύτερο, για έναν διαμελισμό, για τον διαμελισμό του ανθρώπου από το ίδιο του το «είναι». Το ποίημα με τον τρόπο αυτό γίνεται μια  υ π α ρ ξ ι α κ ή  κραυγή.

Και επειδή αυτή η βίαιη αποκοπή του ανθρώπου από ό,τι τον καθιστά μοναδικό, εξαιρετικό, ιερό και απροσπέλαστο, από ό,τι δημιουργεί την βεβαιότητα της ύπαρξης και της αυτοδιάθεσής του, ήταν πάντα το ζητούμενο κάθε καταπιεστικής σχέσης αλλοτρίωσης – εξουσίας, για τον λόγο  αυτό   γίνεται  ένα ποίημα βαθύτατα  π ο λ ι - τ ι κ ό.

Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Το ύψος δεν δίνει μόνο την δυνατότητα της άρσης και της βύθισης αλλά και της ενατένισης. Από εκεί ψηλά μπορεί να βλέπει την κάθετη γραμμή της εσωτερικής  σε βάθος προσωπικής και κοινωνικής αναζήτησης  αλλά και την οριζόντια ιστορική γραμμή - πάνω στην οποία σαν ανεπαίσθητα στιγμιότυπα υπάρχουν οι περιορισμένες ανθρώπινες ζωές-  να εκτείνεται από το παρελθόν και να χάνεται στο μέλλον. Με τον τρόπο αυτό το ποίημα δραπετεύει στο χρόνο, μπρος και πίσω, κάνει αποτίμηση των αγώνων του παρελθόντος και μελλοντολογεί σχεδιάζοντας τους αγώνες του μέλλοντος, γίνεται δηλαδή και  ιστορικό – προφητικό.

Έτσι  όλα έρχονται στις κανονικές τους διαστάσεις ο έρωτας  γίνεται ο τρόπος για τη ζωή – όχι ο γλυκανάλατος σκοπός-  έτσι ο αγώνας  γίνεται το μέσον για τη ζωή  -όχι ο υπερβατικός στόχος. Έτσι το ποιητικό έργο μιλάει για τον άνθρωπο σε όλες τις διαστάσεις του. Έτσι ανοίγουν οι φυλακές. Έτσι παύουν οι εξουσίες. Έτσι καταργούνται τα σύνορα (εγώ – αυτός – κοινωνία – πολιτική – ιστορία). Έτσι παύει ο διαμελισμός και αποκαθίσταται η διαλεκτική συνοχή. Έτσι, ανέπαφη η ψυχή του ποιήματος φτάνει μέχρι  εμάς σήμερα.

Θα ήταν βεβήλωση αν κάποιος επιχειρούσε να ανατέμνει το ποίημα υποβάλλοντάς το σε κάποιου είδους φιλολογικό χειρουργείο -σαν αυτά που στήνονται σε δημόσια εκπαιδευτήρια και ιδιωτικά φροντιστήρια και στα οποία τα νέα παιδιά εκπαιδεύονται και εθίζονται στην χρήση της πνευματικής φορμόλης-  βάζοντας τα χέρια μας βίαια μέσα του, ψάχνοντας για τα καλολογικά στοιχεία, τις υπερβολές, ζυγίζοντας τις λέξεις. Εξάλλου το ποίημα λειτουργεί ταυτόχρονα και στα τρία επίπεδα που προανέφερα, χωρίς σαφή διαχωρισμό μεταξύ τους, σε όλη του την έκταση από την αρχή μέχρι το τέλος. Αν και μιλάει για τον «μεγάλο διαμελισμό» το ίδιο το ποίημα δεν επιδέχεται κανέναν.  Αφήνω λοιπόν το ποίημα να λειτουργήσει σαν μυρωδιά  και  σαν ήχος, από παντού, πολιορκητικά.

«Η Κατάσταση Πολιορκίας» έρχεται να συναντήσει τον σύγχρονο άνθρωπο, σχεδόν 42 χρόνια μετά, και να συνομιλήσει μαζί του στο βαθύτερο επίπεδο της αποξένωσης από τον ίδιο τον εαυτό του, βοηθώντας τον να αποκτήσει (εάν αυτό είναι το ζητούμενο) συνείδηση της μεγάλης κλοπής που του έχει γίνει. Και η κλοπή αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απώλεια της αίσθησης της ακεραιότητας, της αρτιμέλειας, της πληρότητας, του βαθύτερου σκοπού της ύπαρξης. Είναι η αποξένωση από τη ζωή σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Πώς το καταφέρνει αυτό;  Πετάει από πάνω του, σαν βαρύ ρούχο το καλοκαίρι, τον μανδύα του ηρωισμού, της αυταπάρνησης, της αυτοθυσίας και της ηθικής υπεροχής μιας γενιάς αγωνιστών/αγωνιστριών που θα είχε κάθε δικαίωμα από το βάθρο των αγώνων, των διώξεων και των βασανισμών της, να μιλά διδακτικά και επιτιμητικά απέναντι στον σημερινό καλοζωϊσμένο, καταναλωτή του καναπέ.

Μιλά από τη θέση ενός συντετριμμένου ανθρώπου που συνειδητοποιεί την συντριβή του. Γι’ αυτό η φωνή του γίνεται τόσο σπαρακτική, τόσο ανεξίτηλη, «καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς». Αυτή η επίκληση στην κοινή για όλους γνώση της «πρώτης μοναξιάς»  δημιουργεί εξ αρχής το κοινό μας επίπεδο.  Από εκεί μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε, όχι από βάθρα αλλά ισότιμα, από το πρώτο, το χαμηλότερο επίπεδο της  αυτοσυνείδησης.

Ο λόγος που, επανειλημμένα και σε άλλα σημεία του ποιήματος γίνεται αναφορά σ’αυτή τη «πρώτη μοναξιά»,  είναι ότι η κλοπή, για την οποία παρακάτω θα μιλήσει δεν είναι μια «μικροκλοπή», ένα πταίσμα, κάτι που εύκολα θα ξεχαστεί μέσα σ’άλλα καθημερινά πράγματα, αλλά μια αρχική, μια δομική κλοπή σε σημείο που ο άνθρωπος  παύει μ’ άνθρωπο να μοιάζει.

Όμως αναρωτιέται κανείς πού είναι σήμερα οι φυλακές; Ποιος είναι ο φυλακισμένος; Ποιός έχει χάσει «για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους»του;
Μια ματιά στον κόσμο γύρω μας θα δώσει όλες τις απαντήσεις. Φυλακή είναι ο φόβος μας, ο διάχυτος φόβος που υπάρχει παντού στην κοινωνία και προσβάλλει όλους εμάς, ανεξάρτητα από τάξη, μόρφωση, εισόδημα ή ό,τιδηποτε άλλο. Ένας φόβος που έχει στερεωθεί γύρω από τον σύγχρονο άνθρωπο, πάνω στους πιο σκληρούς νόμους και κανόνες της «κοινωνίας της αγοράς», «της φύσης των πραγμάτων», «της τάξης του κόσμου», ένας χυδαίος και άγριος φόβος, ισότιμος του φόβου του θανάτου, που λειτουργεί ως φυλακή υψίστης ασφαλείας, απειλώντας χωρίς καν ν’ αγγίζει (εκτός αν χρειαστεί κι αυτό)  όποιον τολμήσει την υπέρβαση με την εκδίωξή του από το μοναδικό, κυρίαρχο, πλανητικό, ανθρώπινο σύστημα. Ποιός θα τολμήσει; Ποιος θα δρασκελίσει αυτά τα κάγκελα; Ποιός θα βγει έξω  «γυρεύοντάς σε παντού….. να βρω ξανά το πρόσωπό μου, την καρδιά μου γυρεύοντας;» Η αναζήτηση του αυθεντικού καθρεφτίσματος του εαυτού μέσα από τα μάτια του αγαπημένου, η αναζήτηση κάθε ανεπιτήδευτης ανθρώπινης σχέσης, μέσα σε ένα κόσμο ατομικισμού και εμπορευματοποίησης, η αναζήτηση της αλήθειας, της ουσίας των πραγμάτων, έχει γίνει πια μια πράξη ηρωική και σπάνια.
Η κραυγή είναι συγκλονιστική: Δεν έχω έναν καθρέφτη να δω ποιος πραγματικά είμαι. Είμαι μόνος μου, κλεισμένος ολόγυρα, στην κενή ατομικότητά μου!! 

Και πώς να γίνει αυτή η αναζήτηση; Ποιο λόγο να αρθρώσει ο σύγχρονος άνθρωπος για να γίνει αντιληπτός;  Η σιωπή της φυλακής μετά το νυχτερινό σιωπητήριο, ωχριά  μπροστά στην σιωπή των πολύβουων πόλεων μας, μπροστά στις σιωπηλές κλήσεις των κινητών μας, μπροστά στην άηχη επικοινωνία των e-mail μας, μπροστά την  κενή φλυαρία των τηλεοράσεών μας …….  Μια κοινωνία αφωνίας που έχει χάσει τους κώδικες επικοινωνίας, που έχει πειστεί ότι δεν έχει τίποτα πια να πει, πως τα έχουν πει όλα οι άλλοι. Που εκχώρησε το δικαίωμα του λόγου σε αγύρτες πολιτικούς και προαγωγούς της «ενημέρωσης». Που πείστηκε να απαρνηθεί την γλώσσα, μη συνειδητοποιώντας ότι έτσι απαρνιέται την αναπαραγωγή του εαυτού της, την επεξεργασία των συλλογικών συναισθημάτων της, την θεραπεία της συλλογικής  αγωνίας της, την ανάπλαση της συλλογικής της μνήμης. Χωρίς λόγο άμεσο, αυθεντικό, αδιαμεσολάβητο  «η μεγάλη νύχτα που άρχισε πριν πόσο καιρό;» είναι ήδη εδώ.  «….Και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα, που ήταν κάποτε δική μας, που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει», που μας βοηθούσε να συνεννοηθούμε, να εκπέμψουμε το σήμα μας: «να εδώ βρίσκομαι τώρα….», «σε ψάχνω…», «πονάω…» «ονειρεύομαι…».  Μοιάζει η γλώσσα να έχει κλαπεί από όλους εμάς και να έχει γίνει δούλα και σκλάβα στην υπηρεσία μιας υλικής πραγματικότητας χειραγώγησης και νανουρίσματος ευπειθών καταναλωτών, σε μια κοινωνία αντιπροσωπευτικής δήθεν «δημοκρατίας» και εμείς όλοι να έχουμε χάσει ακόμα και την ικανότητα του «ακούειν» αφού όλα τα μηνύματα στόχο έχουν την ασυνείδητη υποταγή μας «μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο».
Η κραυγή είναι άναρθρη : Δεν έχω γλώσσα!!!

Και τι θα μπορούσε να παρηγορήσει έναν άνθρωπο φυλακισμένο; Έναν  αποκλεισμένο από τους συντρόφους του και τους αγαπημένους του, άνθρωπο; Ίσως  η δύναμη της δημιουργικότητας, η φαντασία και η έμπνευση να ήταν μια κάποια λύση. [«Να σου τραγουδήσω; Μα κι η φωνή που αγαπούσες μαχαιρωμένη, ….. τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα…. Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα….»]
Ποιος έχει σήμερα την όρεξη να τραγουδήσει, να σκαρώσει ένα ποίημα, να ελευθερώσει μια ιδέα του, μια δική του πρωτότυπη ιδέα; Ποιος έχει την μπόρεση;  Η προσπάθεια είναι συστηματική: η καταστροφή της ζωογόνου περιέργειας, η εξαφάνιση της φαντασίας, η δέσμευση τον ίλιγγο της ευκολίας και της ταχύτητας, της μιας χρήσεως χωρίς ψυχή τυποποιημένης διασκέδασης, γνώσης, συναναστροφής.
Η κραυγή είναι απελπιστική : Δεν έχω πνεύμα!!!

Ο διαμελισμός είναι ολοκληρωμένος. Τα περάσματα από παντού είναι κλειστά για τους  πολιορκούμενους.  Η πολιορκία είναι καταιγιστική, αβάσταχτη, το κάστρο θα πέσει και «θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού, θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου». Θα αναγνωρίσει την ήττα του, την συντριβή του αγώνα σε κάθε του διάσταση, ακόμα και την ηθική. [«Γιατί και σένα θα έχω χάσει στο κινούμενο σκοτάδι όπως κι εμένα, όπως και τον αγώνα, που θα’ ταν δύσκολος αλλά ωραίος, κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι»].

Και όπως όταν πέφτουν τα κάστρα και οι νικητές επελαύνουν και σπείρουν στο διάβα τους τον όλεθρο και τον τρόμο, διαλύοντας την παλιά τάξη των πραγμάτων και εγκαθιδρύοντας τα νέα ήθη, έτσι «τα κύτταρά μου θα αποσυνδεθούν,… το σώμα μου ηλιακή κηλίδα θα εκραγεί»… Τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο. Ο «νέος» άνθρωπος, ζώντας την πτώση και την παράδοση κάθε αξίας, ζώντας σε μια περίκλειστη μοναξιά, θα  ενθυλακώσει τον φόβο, την βία, την ασχήμια, την απάθεια, την ρηχότητα. Θα αλλάξουν τα δομικά του χαρακτηριστικά. Ο παλιός εαυτός «δραπέτευσε, θα πουν οι άλλοι» .

Στο σημείο αυτό το ποίημα έρχεται να συντονίσει τα βήματά του με τούτη δω την ιστορική στιγμή που ζούμε. Ο άνθρωπος σαν υπνοβάτης δεν μπορεί πλέον να αναγνωρίσει τον εαυτό του σε ό,τι βλέπει να συμβαίνει καθημερινά γύρω του. Συχνά δεν αντιλαμβάνεται πώς έγινε όλο αυτό το πράγμα που καλείται να ζήσει. Είναι όμως ακριβώς αυτό το σημείο του ποιήματος που έρχεται να φωτίσει την παράδοση, την συντριβή και τις σαρωτικές αλλαγές.   
Μόνο όσοι ξέρουν να λύνουν τα «ελληνικά αινίγματα» και οι μυημένοι [«μόνο εσύ θα ξέρεις πώς, πού χάθηκε το κορμί μου, τι έγινε η φωνή μου, τι η αγρύπνια μου, τι ήχους είχε ο φόβος, κι η απόγνωση τι πρόσωπα»] θα μπορούν να εξηγήσουν πώς έγινε, πώς περάσαμε στη νέα φοβερή εποχή.

Αυτοί οι μυημένοι, αν και ηττημένοι θα έχουν διαφυλάξει ένα  κοινό χαρακτηριστικό θα μιλούν την ίδια γλώσσα. Τη γλώσσα των οραμάτων, της αντίστασης, της αντιεξουσίας, της ανθρώπινης ολοκλήρωσης[«Μονάχα εσύ θα ξέρεις εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα»]. Ο λόγος λοιπόν πάλι θα είναι το κοινό συγκολλητικό που θα μας κάνει να βρεθούμε, να αναγνωριστούμε.

Μετά όμως την συνειδητοποίηση της ήττας, έρχεται η αποτίμηση των ζημιών, των κλοπών και των καταστροφών που έχουν γίνει, «της πολιτείας που μας έκλεψαν κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα και τα βουνά, γύρω δικά μας». Η ζωή διεκδικεί το μερίδιό της. Το βήμα για την διάρρηξη της μοναξιάς και της ηττοπάθειας γίνεται εδώ. [«Μακριά πολύ μακριά πρέπει να υπάρχεις».]
Ξανά πρέπει να γίνουν οι καταθέσεις. Όλοι όσοι έχουν κάτι να καταθέσουν στην ρημαγμένη ζωή των ανθρώπων της ισοπεδωμένης  πολιτείας,  τώρα είναι η ώρα να το κάνουν. [«… να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»].
Τώρα, που είναι η ώρα να «ξανάρθουνε τα χρώματα», να «ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων, των φυλακών, των σπιτιών, των νόμων», «να μοιράσουμε τα καινούργια μας τραγούδια». Τώρα, που πια τίποτα δεν έχουμε, που μας έχουν κατά κανόνα καταστήσει ανίκανους, αδιάφορους, απαθείς, ακίνδυνους, μπορούμε να δούμε ότι «μακριά πολύ μακριά είσαι η ζωή». Ότι αυτό που ζούμε είναι ένα κακέκτυπο και πως, αν και πολύ μακριά πια, υπάρχει η αληθινή ζωή που μας κλέψανε.  

Επιστροφή στον αγώνα λοιπόν. Τούτος όμως ο αγώνας θα είναι διαφορετικός «Τα χρόνια παραμορφώθηκαν». Η ποιήτρια προβάλλει τον εαυτό της στο μέλλον. Συγκροτεί έναν νέο εαυτό που πια είναι πιο συνειδητοποιημένος. Αποδέχεται το καταλυτικό συναίσθημα του φόβου, δεν το αποκλείει «εγώ ο φόβος»´ αναγνωρίζει το αναπόδραστο του θανάτου «εγώ ο θάνατος»´ αποδέχεται την βασανιστική ανήμερη μνήμη, δεν θέλει να ξεχάσει. Και βέβαια ο αγώνας δεν έχει νόημα αν η θηλυκή της φύση δεν μπορεί να ξαναβρεί τη «θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου» και να ξανασχεδιάσει την «χαλασμένη μας ζωή».


Όμως πώς θα ξεδιπλωθεί αυτός ο νέος αγώνας; Εδώ η ελληνική Αριστερά, αν κάτω από τα συντρίμμια του τείχους δεν είχε θάψει και τον φαντασιακό της χαρακτήρα, αυτόν που έδινε την ελπίδα σε κάθε κατατρεγμένο, αν δεν είχε απολέσει οικειοθελώς το δικαίωμά της να απαιτεί «να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση», ίσως, θα μπορούσε να ανακαλύψει γιατί  πλέον δεν μπορεί να εμπνεύσει και να δώσει την λύση της εξόδου από την ατομική και συλλογική παράλυση.
Η κατάλυση της αδιαφορίας θα έρθει μέσα από την διασπορά του φόβου[«θα πολιορκώ το κοίταζε τη δουλειά σου με την αγωνία μου, θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά», «… ώσπου ν’ αρχίζουν να σφαδάσουν, ώσπου ν’αρχίζουν ν’αναρωτιούνται»]σ’αυτούς που υπνωτίζουν την κοινωνία και λοβοτομούν τον  άνθρωπο. Εδώ δεν χωράνε καθωσπρεπισμοί και βελτιώσεις. Πρέπει να αποφασίσεις ότι ο τρόμος είναι το αναπόφευκτο τίμημα, ο μόνος τρόπος να βοηθήσεις μια σκόρπια και μουδιασμένη πλειοψηφία να συνειδητοποιήσει την κλοπή, αλλά και τη δύναμη της συντριπτικής αριθμητικής της υπεροχής.
Τα παιδιά, οι μελλοντικοί άνθρωποι «σκληρά στη μνήμη» χωρίς ρομαντισμούς, θα ξανατοποθετήσουν τα πράγματα στην σωστή τους διάσταση «διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα» γνωρίζοντας την βαθιά γνώση αλλά και τη δύναμη της ανθρώπινης μοναξιάς, καταρρίπτοντας τα δόγματα και τις ιδεολογικές κατασκευές.

Η τελική πράξη θα παιχτεί στο «σταυροδρόμι του κόσμου»… «μια στιγμή πριν το χάος». Στα σταυροδρόμια που η ιστορία συναντά την ανθρώπινη μοίρα. Εκεί που ο ορίζοντας είναι ανοιχτός στο παρελθόν και στο μέλλον και   μπορείς  καθαρά να δεις   ότι ο ανθρώπινος σπαραγμός, ο άδικος θάνατος ίσως από τις απαρχές της ιστορίας να άλλαζε κάθε φορά όχημα (εδαφική κυριαρχία, πολιτιστικός επεκτατισμός, θρησκευτικοί λόγοι, ιδεολογική ηγεμονία, παγκοσμιοποιημένη δικτατορία του κεφαλαίου) το ζητούμενο όμως και το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο : η καταστροφή της ατομικότητας, το άλεσμα του μοναχικού εύθραυστου ανθρώπου, του δούλου, του κολίγου, του πιστού, του ιθαγενή, του στρατιώτη, του εργάτη, του μετανάστη, του τηλεθεατή, του καταναλωτή.

Αντίστοιχα το αιτούμενο των μελλοντικών αγώνων δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι κάποια οικονομική, ιδεολογική, εδαφική, συστημική κυριαρχία ή μυστηριακή σωτηρία [«ούτε η τύψη,… ούτε το άγγιγμα, …. ούτε το πιο δικό μου η γλώσσα μου»]  αλλά η ανασύσταση, η επαναδημιουργία της ακεραιότητας του ανθρώπου [«το κορμί μου –ίσως- νεκρό μα πάλι ακέραιο»], η υπεράσπιση της ιερότητάς του. Αυτή θα είναι η δικαίωση των αγώνων  στο ξημέρωμα μιας «λιόλουστης ζωής».




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός