Δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει εδώ. Τα είχε μαζέψει όλα. Ένα σακίδιο και μια σακούλα στο χέρι με τις παντόφλες της. Δεν ένιωθε τίποτα. Γύρισε και κοίταξε τον τοίχο που ακουμπούσε δίπλα στο κρεβάτι της, κατά μήκος, σε όλο το μήκος από το μαξιλάρι έως τα πόδια του κρεβατιού, ο ίδιος τοίχος.
Τον είχε μάθει τόσο καλά που μπορούσε να τον δει σε όλες τις λεπτομέρειές του, στους κόκκους του, στο ανεπαίσθητο βαθούλωμα του σοβά και λίγο πιο κάτω μια εγκλωβισμένη στον ασβέστη τρίχα, τα μικρά εξογκώματα που τα είχε χαρτογραφήσει όλα με άξονα την μύτη της, πόσα δάχτυλα απείχαν από τη μύτη της. Λεπτομέρειες.
Δεν είχε αφήσει τίποτα.
Χωρίς να το επιδιώξει, -οι επιδιώξεις την κούραζαν- ως τάχα ένα τελευταίο αντίο, που θα έδινε έναν δραματικό τόνο κατάλληλο για την περίσταση, τα μάτια της, που τους αναγνώριζε μια δική τους αυτονομία πλέον, κοίταξαν κάτι που είχε χαράξει μ' ένα νυχοκόπτη πάνω στον τοίχο : ΕΔΩ ΘΑ ΤΑ ΜΑΘΕΙΣ ΟΛΑ.
Οι επόμενοι.
Άνοιξε τη πόρτα και βγήκε.
Τα πάντα είχαν εξαφανιστεί κι αυτή προχώραγε στο διάδρομο. Δεν άκουγε τίποτα, απ' τους γνωστούς ήχους που άκουγε κάθε μέρα, τόσα χρόνια, ούτε έβλεπε τίποτα, από τα γνωστά πρόσωπα, τις καθημερινές σκηνές. Η ανελέητη επανάληψή τους αντί να προσδίδει μια σταθερότητα, έμοιαζε να εξαφανίζει το παν.
Στάθηκε μπροστά στο γραφείο κινήσεως. Την περίμεναν, το ξέρανε ότι σήμερα θα έρθει και έτσι δεν χρειάστηκε να πει τίποτα ούτε να περιμένει πολλή ώρα. Της έδωσαν αμέσως τα χαρτιά της κι υπέγραψε κάπου που της έδειξαν με το δάκτυλο. Ο υπάλληλος τα έβαλε σ’ ένα φάκελο, και τον έσπρωξε κάτω από το τζαμένιο χώρισμα. Τον κοίταξε, ήταν μικρός χωρούσε στην μέσα τσέπη του μπουφάν της κι εκεί τον έβαλε.
Προχώρησε στην εξωτερική πύλη και στάθηκε αντίκρυ της. Δευτερόλεπτα πέρασαν και η πύλη άνοιξε αυτόματα λες και αρκούσε η θέα της για να υποχωρήσει μπροστά της.
Το πρώτο, το δεύτερο βήμα και μετά άρχισε να περπατάει στο δρόμο. Είχε απομακρυνθεί όχι όμως πολύ, τόσο που αν κάποιος από την πύλη την φώναζε, ότι κάτι ξέχασαν, θα τον άκουγε και θα γύριζε πίσω.
Σταμάτησε , ακούμπησε κάτω το σακίδιο και έβαλε το χέρι στην τσέπη της, τράβηξε τον φάκελο και τον άνοιξε.
Η ταυτότητά μου, τα χαρτιά, λίγα χρήματα, και ένα βιβλιαράκι από αυτά που μοιράζανε κάποιες Κυριακές και το Πάσχα διάφοροι ευσεβείς άνθρωποι της εκκλησίας. Δεν ήξερα ακριβώς. Ποτέ δεν τους έδινα σημασία ούτε ανοιγόμουν σ’ αυτούς αν και φαίνονταν καλοί, ευγενικοί και πρόθυμοι ν’ ακούσουν ιστορίες.
Διαβάζω, λέει για το Θεό και την αγάπη. Πως μετά από λίγο μαθαίνεις την αγάπη και σκέφτηκα αυτό το "λίγο", Πόσο λίγο είναι άραγε; Τι είναι το λίγο; Ένας μήνας, ένας χρόνος; Τότε σκέφτηκα πόσα χρόνια είχα περάσει και ότι κάπου στα χαρτιά μου θα έχουν σημειώσει το ακριβές διάστημα. Πόσα χρόνια έκανα εκεί.
Έλεγε πως ανεπαίσθητα μαθαίνεις για την αγάπη. Ανεπαίσθητα; Πώς να’ναι τάχα; σαν να σ’ αγγίζει ένα τριαντάφυλλο, ας πούμε; Θυμήθηκα τα σημάδια στα χέρια μου, βαθιά και άχρωμα σαν το φυσικό μου δέρμα, από τις μεταγωγές από το ένα κατάστημα στο άλλο, από τον έναν σωφρονισμό στον άλλο. Έλεγε τόσα πολλά για την αγάπη και – τι παράξενο- έλεγε και για τα φιλιά. Μου φάνηκε τόσο αταίριαστο αυτό με το όλο πνεύμα της εκκλησιαστικής προπαγάνδας που το ενδιαφέρον μου για το ανιαρό βιβλιαράκι αναζωπυρώθηκε.
Προσπάθησε να θυμηθεί τι ξέρει για τα φιλιά. Πολύ παλιά ίσως, ήξερε…
Δεν θυμάμαι.
Δεν ξέρω.
Σήκωσε πάλι το σακίδιο, την σακούλα με τις παντόφλες της και προχώρησε.
Τι παράξενη παρομοίωση τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια, έλεγε. Δεν είχα ποτέ μου συμβόλαιο με τίποτα, έζησα την ζωή μου χωρίς να χρειαστεί να υπογράψω πουθενά με το όνομά μου, έζησα τη ζωή μου χωρίς ενοικιοστάσιο, στη φυλακή δεν υπογράφεις συμβόλαια. Δεν ξέρω τι εννοούν οι άνθρωποι μ’ αυτό. Δεν ξέρω τους όρους των συμβολαίων τους. Δεν ξέρω καν εάν θα βρω κάπου να περάσω την πρώτη νύχτα της αποφυλάκισής μου και εάν θα μου ζητήσουν κάπου να υπογράψω ένα συμβόλαιο.
Δεν ξέρω. Εγώ τα είχα μάθει όλα στον τοίχο.
Εγώ δεν έκανα τίποτα, δεν ξέρω τίποτα, αφήστε με είμαι ΑΘΩΑ!!!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου