Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_η έννοια της διανοητικής αγάπης του Θεού






Η Έννοια της Διανοητικής Αγάπης
(Amor Dei intellectualis)
στη Φιλοσοφία του Μπαρούχ Σπινόζα.

  



Ι. Εισαγωγή                                                                                                                       

«Δια διατάγματος των Αγγέλων και των Αγίων, αποπέμπουμε, αποκλείουμε, καταριόμαστε και αναθεματίζουμε τον Μπαρούχ Σπινόζα με όλες τις κατάρες που αναφέρει ο Νόμος. Καταραμένος να είναι την ημέρα και καταραμένος τη νύχτα´ καταραμένος στον ύπνο και στον ξύπνιο του, καταραμένος όταν εξέρχεται και όταν εισέρχεται. Ο Κύριος δεν θέλει να τον συγχωρήσει, κι έτσι θα επιπέσει εναντίον του ο κεραυνός και η οργή Του… Προειδοποιούμε ότι κανείς δεν επιτρέπεται να του μιλήσει δια ζώσης ή γραπτώς, μήτε να τον ευεργετήσει, μήτε να μείνει κάτω από την ίδια στέγη, μήτε και να αναγνώσει κάποιο γραπτό του»[1]  .



Η εκφώνηση του αφορισμού αυτού από το Συμβούλιο των Γερόντων (τους parnassim) στις 27 Ιουλίου 1656, εξακοντίζει τον Μπαρούχ Σπινόζα από τους κόλπους της Εβραϊκής κοινότητας του Άμστερνταμ στο φιλοσοφικό σύμπαν όπου πλέον τίποτα δεν μπορεί να περιορίσει την επιθυμία (cupitidas) για γνώση και όπου δεν υπάρχει σωτηρία έξω από τον  Λόγο.
Ο αφορισμός όμως αυτός, εκτός από το γεγονός ότι χάρισε στη Φιλοσοφία έναν αφοσιωμένο και σπουδαίο στοχαστή, πάραυτα θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί  στα πειστήρια εκείνα που σώρεψαν οι αιώνες  από την θεμελιακή σύγκρουση ανάμεσα στο θρησκευτικό δογματισμό και στην φιλοσοφική ανησυχία. Σύγκρουση που έλαβε διάφορες μορφές   από ρητορικές και διανοητικές διαμάχες έως ιστορικές εξάρσεις, διωγμούς και εξανδραποδισμούς[2].

Μπορούμε όμως να αντιληφθούμε την διατυπωμένη, εν είδει ισόβιου και αμετάκλητου αφορισμού, κατάρα και ως κάτι πολύ περισσότερο : Με την απόσταση των 350 χρόνων που μας χωρίζουν από την απόδοσή της σε βάρος του Σπινόζα, ο σύγχρονος άνθρωπος, κληρονόμος του νεωτερικού κόσμου -που οι ονομαστοί φιλόσοφοι του 17ου αιώνα, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Λαϊμπνιτς, ο Λοκ, ο Χιουμ κ.ά.,  πρώτοι θεμελίωσαν με την εκ βάθρων αμφιβολία τους και άρνηση της αυθεντίας- νιώθει ως εάν η «κατάρα» αυτή να διατρέχει τους αιώνες, να απευθύνεται στον ίδιο και να πίπτει επί της κεφαλής του.
   
Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα, γεννημένος σ’ έναν ήδη «απομαγευμένο» κόσμο, σ’ έναν κόσμο που προϋποθέτει την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στον εαυτό του και στα επιτεύγματα της τεχνολογίας, έναν κόσμο που θέλει τον Θεό νεκρό,  κατάφερε, εν τέλει μέσα από έναν άκρατο βουλησιαρχικό θετικισμό, να ζει  αποκλεισμένος εξ αιτίας της αφόρητης εγωπαθούς μοναξιάς του,  να μην βρίσκει ησυχία στον ύπνο ή στον ξύπνιο του, στα πήγαινε και στα έλα του, να διαμένει  σε πολυπληθείς πολυκατοικίες αλλά να μην κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη, να μιλάει χωρίς να επικοινωνεί, να μην ευεργετεί ή να νιώθει ευεργετούμενος, και να αδυνατεί να αναγνώσει τον άλλο ή τον κόσμο μέσα στον άλλο.

Άραγε τι   μπορεί να προσφέρει ο Σπινόζα μέσα από το περίφημο έργο του την Ηθική, όπου η έννοια της διανοητικής αγάπης για τον Θεό (Amor Dei intellectualis) είναι η κορύφωση της  δυνατότητας του conatus, που συγκροτεί την ανθρώπινη υπόσταση, να νοεί, στον σημερινό αναγνώστη, τον άνθρωπο του 21ου αιώνα;

Ανάμεσα σε αυτά που έχουν λεχθεί από ερευνητές και μελετητές ως ερμηνεία ή αποτίμηση του φιλοσοφικού έργου του Μπ.Σπινόζα, είναι και ένα συχνά υπόρρητο όφελος  που, κατά την γνώμη μας, έχει μια ιδιαίτερη σημασία: η μελέτη του έργου του μπορεί επιπλέον να έχει  θεραπευτικά, ψυχοθεραπευτικά, οφέλη  ακόμα και σήμερα.
Ο Ν. Κουντουριώτης, πρώτος μεταφραστής της Ηθικής στην ελληνική γλώσσα, προειδοποιώντας τον αναγνώστη για τις δυσκολίες κατανόησης του έργου, αναφέρει στον πρόλογό του «…Η αμοιβή όμως του κόπου είνε πλουσία, και ο κατορθώνων να προσανατολισθή επαρκώς εις τα διδάγματα της Σπινοζείου ηθικής θα αισθανθή τον εαυτό του ανυψούμενον κατά τινα πόδας και τα πάθη, υπό των οποίων κατά το μάλλον ή ήττον αγόμεθα όλοι εις τας καθημερινάς αντιλήψεις, αμβλυνόμενα οπωσδήποτε μέχρις ενός σημείου, αν όχι σβηνόμενα εντελώς»[3].
Ακόμη πιο ένθερμος ο Jacobi  αναφωνεί : «Έσο ευλογημένος, ω μεγάλε και άγιε Βαρούχ! Μελετών επί της φύσεως του Υπερτάτου Όντος, δυνατόν να παρεπλανήθης εις λόγους. Αλλ’ εις την ψυχήν σου ευρίσκετο η θεία αλήθεια και την ζωήν σου όλη επλαστούργει ο θείος έρως»[4].
Ο σύγχρονός μας, διάσημος ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας Ίρβιν Γιάλομ αναγνωρίζει στο έργο του Σπινόζα σημαντικά στοιχεία για τον τομέα της ψυχιατρικής και της ψυχοθεραπείας[5].

Ο Σπινόζα, που επί μακρόν χαρακτηρίσθηκε «ψοφίμι», ανήκει στην κατηγορία εκείνη των φιλοσόφων που στο πρόσωπό τους μπορούμε να αναγνωρίσουμε συνυφασμένα  το έργο και τον διατυπωμένο κατατεθειμένο λόγο τους με τον προσωπικό τους βίο´  για τον επιπλέον αυτόν λόγο επανέρχεται συνεχώς και μάλιστα ως παράδειγμα αρχετυπικό, ανθρώπου στοχαστικού, θαρραλέου, αφοσιωμένου, μοναχικού.
Όλα αυτά μας προϊδεάζουν ότι στο έργο του Σπινόζα, μπορεί να ακουμπήσει ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος την αγωνία του. Παραφράζοντας τον Μπρεξόν όταν ισχυρίζεται ότι «Κάθε φιλόσοφος έχει δύο φιλοσοφίες, τη δική του και του Σπινόζα», θα λέγαμε ότι κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να συναντήσει την σκέψη του Σπινόζα.

  

ΙΙ. Πρώτα διορθώνουμε το Νου…                                               

Ο Μπαρούχ Σπινόζα (1632-1677) ζει την αυγή μιας νέας Εποχής´ η ανθρώπινη σκέψη εγκαταλείπει την θεοκρατική θερμοκοιτίδα του Μεσαίωνα και επιζητά να αντικρύσει την αντικειμενικότητα υπερβαίνοντας τον υποκειμενικό μικρόκοσμο, χωρίς μια εκ των προτέρων εγκαθιδρυμένη αρμονία ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο.
Η χειραφέτηση αυτή γεννά – αναγεννά ελπίδες οι οποίες γίνονται όλο και πιο βάσιμες μέσα από  το επιστημονικό έργο εμπνευσμένων ερευνητών όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Γαλιλαίος, ο Κέπλερ, ο Νεύτωνας: η αλήθεια δεν είναι πλέον δεδομένη από τον Θεό, αλλά αποτελεί ένα πεδίο έρευνας για όποιον καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει ο έργο Του.
Η μετάβαση αυτή, από τους τρόπους που κατείχε ο μεσαιωνικός άνθρωπος, να δικαιώνει την πίστη του αποδίδοντας την αιτία του αντικειμενικού κόσμου σε απόκρυφες δυνάμεις, σε αιτίες ορθολογικά ελεγχόμενες και προσλήψιμες , δεν γίνεται χωρίς προβλήματα. Προϋποθέτει έναν απόξενο κόσμο, ο οποίος δεν αντιστοιχεί στην ελπίδα της Αποκάλυψης αλλά στη φιλοσοφική γνώση και την επιστημολογική έρευνα.

Έτσι το πρόβλημα της γνώσης τίθεται στους Νέους Καιρούς, ξανά μετά τους Σκεπτικούς από τον Πύρρωνα τον Ηλείο και  τον Σέξτο Εμπειρικό, με έναν εξ αρχής τρόπο θετικό και γι’ αυτό πιο οξύ, πιο αγωνιώδες : με ποιο τρόπο αυτό που δεν είμαι εγώ, το καθεαυτό, γίνεται δι’ εμέ; Ή για να το διατυπώσουμε αλλιώς : πώς είναι δυνατόν να συνδεθώ με τον κόσμο μέσω της γνώσης;

Η προσπάθεια πρέπει να γίνει σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, και ίσως περισσότερο επιτακτικό, είναι η αναζήτηση ενός στέρεου θεμελίου της γνώσης, μέσα από την υποβολή σε δοκιμασία τόσο του ανθρώπινου γνωστικού οργάνου (καρτεσιανή αμφιβολία) όσο και της πιθανής συγκατάβασης ή αντίστασης του κόσμου στην ανθρώπινη ερμηνεία (κατά τον Καρτέσιο «παραπλανών δαίμων»). Με άλλα λόγια εάν ο άνθρωπος διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό (νόηση, αισθήσεις) προκειμένου να κατανοήσει την αιτιοκρατούμενη φύση και εάν ενυπάρχει στην φύση η δυνατότητα να γίνει προσλήψιμη και έως ποιο βαθμό από τον ανθρώπινο νου.  Το δεύτερο είναι η αποκάθαρση του ανθρώπινου νου από δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις και πάθη που συσκοτίζουν την όποια δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης.

Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε τον κεντρικό ρόλο που κατέχουν στις φιλοσοφικές προσπάθειες της εποχής του 17ουαιώνα τα προβλήματα μεθοδολογίας[6] καθώς και την ιδιαίτερη θέση που είχαν τα μαθηματικά και δη η γεωμετρία, όχι μόνο ως υπολογιστικές επιστήμες αλλά ως απείκασμα του δρόμου που οφείλει να ακολουθήσει ο στοχασμός  προκειμένου να οδηγηθεί στις αιώνιες αλήθειες που –όπως στα μαθηματικά – συνέχουν τον φυσικό κόσμο.  

Ο Σπινόζα σε ένα από τα πρώιμα έργα του την Πραγματεία περί της μεταρρυθμίσεως της Διανοίας[7] (Tractatus deIntellectus Emendatione) (1661),  αποσυνάγωγος πλέον, έχοντας έρθει σε επαφή ήδη από μικρή ηλικία με την Εβραϊκή πίστη και παράδοση, λόγω καταγωγής αλλά και με τον Καθολικισμό[8] , δίνει πολλά στοιχεία για την πορεία της μετέπειτα φιλοσοφικής του σκέψης. Από τη μια  ο 17ος αιώνας είναι μια εποχή έντονων θρησκευτικών και πολιτικών ερίδων και αναταραχών που λαμβάνουν εκρηκτικές διαστάσεις και από την άλλη η ανάδυση του νέου ανθρώπου προϋποθέτει την άρση του θρησκευτικού φανατισμού[9]

Ο δρόμος του Σπινόζα  για την σωτηρία δεν είναι αυτός της θρησκευτικής παράδοσης αλλά του λόγου (ratio). Ο άνθρωπος, δεν θα μπορέσει ποτέ να ζήσει μια ζωή απαλλαγμένη από τον φόβο, από τα πάθη, τις δυστυχίες και την μιζέρια, εάν δεν απαλλαγεί από τους παραμορφωτικούς φακούς της προκατάληψης που δένουνε το νου του.
Έτσι μπορούμε να διαβάσουμε αυτό που ο ίδιος καταθέτει – και είναι από τα λίγα αποσπάσματα μέσα στο έργο του που αφήνει να διαφανεί ένα προσωπικό στοιχείο του φιλοσόφου[10] :
«Όταν η πείρα με δίδαξε πως όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή είναι κενόδοξα και μάταια… όταν είδα πως οτιδήποτε μου προκαλούσε φόβο δεν ήταν καλό ούτε κακό από μόνο του, αλλά αποκτούσε τη μια ή την άλλη ιδιότητα ανάλογα με το συναίσθημα της ψυχής, αποφάσισα τελικά ν’αναζητήσω μήπως υπήρχε κάποιο πραγματικό και κοινωνίσιμο αγαθό … Με μια λέξη αναζητώ ένα πράγμα που αν το βρω θα μου προσφέρει στην αιωνιότητα την τέλεια και αδιάκοπη χαρά»[11]

Μπορούμε ήδη από αυτή την εισαγωγική δήλωση να δούμε να διαφαίνονται οι συντεταγμένες πάνω στις οποίες θα κινηθεί η φιλοσοφική αναζήτηση του Μπ. Σπινόζα, αλλά και να εξάγουμε πολλά στοιχεία για το νεωτερικό κόσμο που αναδύεται:
1)      Το κέντρο βάρους περνάει στην χρήση του λόγου. Ο Σπινόζα και μαζί μ’ αυτόν όλοι οι καρτεσιανοίορθολογιστές του 17ου αιώνα κυριαρχούνται από την πίστη στην ικανότητα της ανθρώπινης νόησης να συλλάβει την δομή και την πολυπλοκότητα του κόσμου.
2)      Η σκέψη για να είναι αποτελεσματική πρέπει να είναι αυτόνομη. Χρειάζεται να περαστούν όλα από «κόσκινο» για να απαλλαγούν από τα περιττά και ασαφή νομιναλιστικά σχήματα του Μεσαίωνα, να χειραφετηθούν απέναντι τόσο στην αρχαία κληρονομιά και τον σχολαστικισμό όσο και στην πνευματική θρησκευτική αυθεντία της Εκκλησίας.
3)      Η ρήξη, και αυτό είναι χαρακτηριστικό περισσότερο της σπινοζικής λογικής, δεν μπορεί παρά να είναι, εκτός από μεταφυσική – οντολογική, και πρακτική – ηθική. Ο ίδιος βλέπει ότι πρέπει να απαλλαγεί από αυτά που ο Βάκων (1561-1626) ονόμασε «είδωλα»[12] και από οτιδήποτε θα μπορούσε να φράξει τον δρόμο προς τη γνώση.
4)      Από την άποψη της μεθόδου, ο Σπινόζα σε αντίθεση με τον Ντεκάρτ, αναζητά την πηγή, το Εν από το οποίο με παραγωγικό συλλογισμό μπορούν να προκύψουν όλα. Για το Εν, ο Σπινόζα δεν επιφυλάσσει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, στο είναι και στην ουσία, για να ξεπεράσει τον καρτεσιανό δυϊσμό. Το Εν που αναζητεί ο Σπινόζα έρχεται κοντά στην ελεατική παρμενίδεια παράδοση και κυρίως στον Πλωτίνο, όπου το Εν είναι μια απεριόριστη δύναμη και σύνολη η πραγματικότητα διαχέεται από αυτό, όπως το φως εκπέμπεται από τον Ήλιο, χωρίς να χάνει τίποτα από αυτή την απεριόριστη απορροή τουείναι[13].
5)      Η αναζήτηση αυτού του πραγματικού και κοινωνήσιμου αγαθού είναι άμεση, αποτελεί δηλαδή ατομική ευθύνη ενός εκάστου εξ ημών και από αυτήν θα εξαρτηθεί η αρετή και η ευδαιμονία του ανθρώπου. Άποψη χαρακτηριστική στην αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή σκέψη σχετικά με την αναζήτηση της αλήθειας σ’ αυτή τη ζωή, σ’ αυτό τον κόσμο. 

Το αφετηριακό αυτό σημείο της σπινοζικής αναζήτησης αν και είναι, όπως δείξαμε, πολύσημο φτάνει σήμερα έως εμάς και μ’ έναν επιπλέον τρόπο,  ικανό να  αποτυπώσει και τις δικές μας μύχιες ανάγκες.
Ο «μεταμοντέρνος» άνθρωπος αν και εκπαιδευμένος στην συγκάλυψη παρόμοιων ερωτηματικών και αδιεξόδων, δεν μπορεί παρά να έρθει σε μια κατά πρόσωπο  συγκρουσιακή συνάντηση με τα θεμελιακά άγχη του.
Η διόρθωση του Νου, στην οποία μας προτρέπει ο Σπινόζα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνειδητοποίηση και παραδοχή της υπάρχουσας κατάστασής μας και μέσα μας αίφνης αρχίζει να δημιουργείται η υποψία μιας μετακίνησης: η ανάγκη για  αλλαγή οπτικής…





ΙΙΙ. Η αλλαγή οπτικής ή η αντίληψη «υπό το πρίσμα της αιωνιότητας»….

Γραμμένη μέσα σε μια δεκαπενταετία περίπου, από το 1661 έως το 1675, αναπλασμένη πολλές φορές και απαρτιζόμενη από πέντε μέρη που περιλαμβάνουν αντιστοίχως :
-          36 προτάσεις – θεωρήματα «Περί Θεού»
-          49 «Περί Φύσεως και περί Καταγωγής του Πνεύματος»
-          59 «Περί της Καταγωγής και της Φύσεως των Συναισθημάτων»
-          73 «Περί της Ανθρώπινης Δουλείας, ήτοι περί των Δυνάμεων των Συναισθημάτων», και
-          42 «Περί της Ισχύος της Νοήσεως, ήτοι περί της Ανθρώπινης Ελευθερίας»,
με τους ορισμούς της, τα αξιώματά της, τις αποδείξεις της, τα συμπεράσματα – πορίσματά της, τα σχόλια και τα επίμετρα – προσθήκες της, η Ηθική είναι ένα φιλοσοφικό έργο που δεν συνοψίζεται εύκολα.
Επιπλέον, μέσα από την αυστηρή «γεωμετρική της δομή», το εύρος της θεματολογίας της από την μεταφυσική, την φυσική, την γνωσιοθεωρία, την ανθρωπολογία, την ψυχολογία, και την πολιτική έως την ηθική, και την θρησκειολογία, με  απαίτηση από τον αναγνώστη να γυρνάει συνεχώς πίσω σε προηγούμενα πορίσματα και αποδείξεις, για να μπορέσει να προχωρήσει, φαίνεται σαν μια επίπονη διανοητική ανάβαση.

Η φιλοσοφία όμως του Σπινόζα, στη βάση της θέτει τα απλά προβλήματα με τα οποία καταπιάνεται κάθε φιλοσοφία και γι’ αυτό το λόγο είναι εκ προοιμίου το ίδιο σημαντικά  όσο  ήταν σε κάθε εποχή και εξακολουθούν να είναι μέχρι σήμερα. Πολύ απλά θα μπορούσαμε να τα μεταφράσουμε στα εξής:
1. Γιατί υπάρχει ό,τι υπάρχει;
2. Πώς συντίθεται ο κόσμος;
3. Γιατί κινούμαστε μέσα στο πλαίσιο των πραγμάτων;
4. Είμαστε ελεύθεροι;
5. Πώς πρέπει να ζούμε;

Στα πλαίσια της εργασίας αυτής  θα έπρεπε να  περιοριστούμε στο πέμπτο μέρος της Ηθικής, που στον πυρήνα του πραγματεύεται την σχέση μεταξύ Θεού και Ανθρώπου και την έννοια της διανοητικής ή πνευματικής αγάπης του Θεού. Πλην όμως κάθε απόπειρα απομόνωσης του θέματος είναι αδύνατη, καθώς όπως είπαμε ο συγγραφέας συνεχώς παραπέμπει σε προηγούμενα, προτάσεις ή πορίσματα.
Έτσι, φρονώ ότι για την αρτιότητα της εργασίας μου, οφείλω να αναφερθώ -εν τάχει και διακινδυνεύοντας να μην αποδώσω με τρόπο ορθό την σκέψη του φιλοσόφου – σε βασικά ζητήματα του Θεού, της σχέσης ύλης – πνεύματος, στα προβλήματα της γνώσης και την θεωρία των συναισθημάτων.


ΙΙΙ α.  Ο Θεός και ο Κόσμος

Η Ηθική αρχίζει με έξη ορισμούς που αφορούν την πρώτη αιτία, τον Θεό. Ο Σπινόζα πίστευε ότι το αίνιγμα της ύπαρξης θα μπορούσε να νοηθεί μόνο εάν υπάρχει ένα ον του οποίου φύση είναι η ύπαρξή του και μόνο για να υπάρχει (causasui), ένα ον του οποίου η ύπαρξη δεν θα εξαρτιόταν από κανένα άλλο και θα μπορούσε να αποτελεί την ταυτόχρονη ερμηνεία του. Ένα τέτοιο ον είναι αυθυπόστατο και αυτοδημιούργητο. Δεν μπορεί να περιοριστεί από τίποτα, είναι συνεπώς άπειρο.
Ο Ορισμός 6 : «Με τον όρο Θεός εννοώ το απολύτως άπειρο ον, τουτέστιν μια υπόσταση συγκείμενη από άπειρα κατηγορήματα καθένα εκ των οποίων εκφράζει μια άπειρη και αιώνια ουσία» ,
μας εισάγει στο «Θεό των φιλοσόφων», ο οποίος διακρίνεται από όλα τα κατώτερα πράγματα λόγω της πληρότητας της ύπαρξης του. Περιλαμβάνει άπειρα γνωρίσματα, καθένα από τα οποία είναι μια άπειρη και αιώνια οντότητα. Με τον όρο αιωνιότητα εννοεί έννοιες αναγκαίες και αληθείς όπως π.χ. των μαθηματικών. Όλα υπάρχουν μέσα στον Θεό, δηλαδή αποτελούν μια κατάσταση του Θεού και ως τέτοια εξαρτώνται από το Θεό.
Η απόδειξη αυτού του συλλογισμού, γνωστό από την μεσαιωνική φιλοσοφία ως «οντολογικό επιχείρημα»[14] είναι η εξής: Αφού ο Θεός ορίζεται ως ον με άπειρα γνωρίσματα, τότε δεν  υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να περιορίσει ή να του αφαιρέσει την οντότητά του. Κι εφόσον η μη- ύπαρξη είναι ένα είδος στέρησης και ατέλειας, ένας περιορισμός, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιότητα του Θεού. Επομένως ο Θεός ως οντότητα προϋποθέτει την ύπαρξη. Επομένως ο Θεός υπάρχει.

Ωστόσο το επιχείρημα αυτό, ισχυρίζεται ο Σπινόζα αποδεικνύει όχι μόνο ότι ο Θεός υπάρχει αλλά και ότι αγκαλιάζει τα πάντα και ότι έξω από το Θεό δεν υπάρχει τίποτε ή δεν μπορούμε να συλλάβουμε τίποτε. Διότι εάν υπάρχει κάτι άλλο εκτός από το Θεό τότε αυτό είτε βρίσκεται μέσα στο Θεό, οπότε είναι ένα γνώρισμά του, είτε είναι έξω από το Θεό, οπότε ο Θεός έχει όρια και επομένως είναι πεπερασμένος (ορισμός 2)[15] – πράγμα αδύνατο (ορισμός 6)[16]. Επομένως στον κόσμο υπάρχει μια μόνο ουσία και αυτή είναι η άπειρη ουσία του Θεού[17]. Από εδώ προκύπτει οΟντολογικός Μονισμός του Σπινόζα.

Επομένως κάθε τι το υπάρχον είναι Θεός, και λογικά συνεπάγεται ότι επομένως ο Θεός είναι Φύση (Deus sive Natura/ Θεός ήτοι Φύση), δηλαδή αυτο-δημιούργητος δημιουργός (Natura naturans/ Φύση φύουσα) και αναγκαία προκύπτουσα Φύση, ως το άθροισμα της δημιουργίας του που γίνεται αντιληπτό γιατί είναι εν Θεώ (Natura naturata/Φύση φυομένη) .Το αυτο-δημιούργητο ον  που καθορίζει πλήρως τη φύση του είναι το  μόνο πραγματικά ελεύθερο.
Ο Θεός χάρις την απόλυτη ελευθερία του δεν δρα με βάση σκοπούς, -διότι τότε θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι ο Θεός επιθυμεί κάτι που δεν το έχει ήδη,  δηλαδή δεν υπάρχουν τελικά αίτια (όπως θα το όριζε ο Αριστοτέλης)- παρά μόνο από την αναγκαιότητα της ύπαρξής του.
Όλα τα άλλα συνδέονται σαν μια αλυσίδα αιτίου και αιτιατού ο τελευταίος κρίκος της οποίας είναι πάντα ο Θεός και μπορεί να γίνεται αντιληπτός διότι είναι εμμενής ως δημιουργική αρχή αλλά και ως εσωτερικό αίτιο (causa immanens).
Ο Θεός λοιπόν δεν είναι μια υπερβατική αρχή, διακριτή και έξω από ό,τι υπάρχει αλλά ταυτίζεται με τη φύση εννούμενη ως ολότητα αυτών που υπάρχουν. Από εδώ προκύπτει ο Πανθεϊσμός του Σπινόζα.


ΙΙΙ β. Τα γνωρίσματα του Θεού και ο Άνθρωπος

Ο Θεός, όπως κάθε υποκείμενο, έχει τα κατηγορήματά του. Ο Θεός έχει άπειρα κατηγορήματα (ή εκφράσεις), από τα οποία δύο είναι προσιτά στον άνθρωπο: η Σκέψη και η Έκταση. Ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει τον Θεό ως πράγμα σκεπτόμενο και ως πράγμα εκτατό. Ο ίδιος όμως ο Θεός δεν είναι ούτε η άπειρη νόησή του, ούτε η άπειρη έκτασή του, ούτε η άπειρη αυτοσυνειδησία του. Ο Θεός είναι[18].

Ένα κεντρικό θέμα που απασχόλησε τους φιλοσόφους του 17ου αιων. ήταν η σχέση μεταξύ σώματος και ψυχής, ύλης και  πνεύματος.
Ο Ντεκάρτ (1596-1650) δέχεται έναν απόλυτο δυϊσμό, μεταξύ της σωματικής ουσίας που ανάγεται στην έκταση και είναι υλική και της πνευματικής ουσίας που ανάγεται στη νόηση και είναι τελείως άϋλη. Παρά την ετερογένειά τους, ως προς την φύση της κάθε μιας, αυτές βρίσκονται σε αλληλεπίδραση. Για να λύσει το πρόβλημα πώς αυτή η αλληλεπίδραση γίνεται εφικτή, τοποθετεί την ψυχή στο κωνάριο, έναν αδένα στο κέντρο του εγκεφάλου η κίνηση του οποίου κάνει την ψυχή να δοκιμάζει την μια ή την άλλη αίσθηση. Το πρόβλημα όμως δεν λύνεται αφού δεν εξηγεί πώς μετατρέπονται τα ψυχικά σε σωματικά φαινόμενα και αντίστροφα.

Ο Μαλμπράνς (1638-1715) εισάγει τη θεωρία των συμπτωματικών αιτίων. Το σώμα δεν ενεργεί κατ’ ευθείαν πάνω στη ψυχή ούτε το αντίστροφο. Αυτό γίνεται δυνατό γιατί ο Θεός που είναι δημιουργός και των δύο έχει την ευκαιρία να επεμβαίνει, φέρνοντας σε επαφή τα δύο, με βάση νόμους που έχει θέσει ο ίδιος στον εαυτό του.

Ο Σπινόζα παίρνει μια τελείως ριζοσπαστική θέση που συνάγεται από την δυνατότητα αντίληψης του Θεού από τον άνθρωπο: τη νόηση και την έκταση.
Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας πεπερασμένος τρόπος (modus)  της άπειρης έκτασης και άπειρης νόησης του Θεού. Ο ενιαίος τρόπος της θεϊκής υπόστασης, ιδωμένος από δύο όψεις, εξασφαλίζει το καθ’ έκαστον σώμα και πνεύμα ως απόρροια της καθόλου έκτασης και νόησης. Είναι συνεπώς μια εκδήλωση του Θεού που παίρνει μορφή μέσα στο χρόνο. Ή σαν ο Θεός να εκφράζεται μέσα από διαφορετικές γλώσσες.  Έτσι τίποτα δεν συμβαίνει στο σώμα που να μην συμβαίνει και στο πνεύμα και το αντίστροφο. Πνεύμα και σώμα είναι μια αδιάρρηκτη ενότητα, όπου δεν συμβαίνουν διαφορετικά πράγματα οπότε θα έπρεπε να λυθεί το πρόβλημα της ενοποίησής τους ή της μεταξύ τους επικοινωνίας, αλλά  ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει εκ παραλλήλου και ταυτόχρονα.
Από εδώ προκύπτει ο Εννοιολογικός Δυισμός του Σπινόζα, από τον οποίο έχει διατυπωθεί η σύγχρονη Double AspectTheory (Θεωρία των δύο όψεων).

Για να λύσει τα προβλήματα της εξατομίκευσης ο Σπινόζα εισάγει την έννοια του conatus, ως τον αγώνα που κάνει ένας οργανισμός για να μείνει στο είναι του και να διαχωριστεί από το περιβάλλον του.
Ο αγώνας όμως της εξατομίκευσης στον άνθρωπο παίρνει συνειδητό χαρακτήρα και τον πιέζει να κατανοήσει την κάθε αλυσίδα αιτίου αιτιατού, είτε αυτή είναι  εξωτερική, δρα δηλαδή σε εμάς από έξω, όπως π.χ. οι διάφορες φυσικές επιρροές και δράσεις είτε δρώντας μέσα μας όπως π.χ. οι επιθυμίες. Όσο περισσότερο «μαζεύουμε» αυτές τις αλυσίδες τόσο κατανοούμε την εξωτερική πραγματικότητα που μας περιβάλλει αλλά και τις εσωτερικές μας ανάγκες-πραγματικότητες. Στο μέτρο που τις κατανοούμε μπορούμε να τις ελέγχουμε, να τις ικανοποιούμε ή να τις  «ξεφορτωνόμαστε» και να αποκτούμε ελευθερία . Κατ’ αυτή την έννοια το conatus είναι παθητική όσο και ενεργητική ενέργεια ταυτόχρονα. Και από εδώ προκύπτει ο προ-διαλεκτικός υλισμός του Σπινόζα.


ΙΙΙ γ. Tα Προβλήματα της Βούλησης, της Ελευθερίας, της Γνώσης*.

Στον Σπινόζα τα ζητήματα της βούλησης και της ελευθερίας ανάγονται στο επίπεδο της γνώσης.  Η ελευθερία δεν είναι μια ικανότητα η οποία έχει δοθεί σαν προίκα στον άνθρωπο, αλλά μια διαδικασία χειραφέτησης. Και ως τέτοια είναι αποτέλεσμα μακράς εργασίας επί του εαυτού, τόσο για την αποκάλυψη των αυταπατών και των σφαλμάτων όσο και την απαλλαγή από φόβους.
Είναι φανερή η σύνδεση της σπινοζικής αντίληψης περί ελευθερίας με αυτή των Στωικών αλλά και των περισσότερων αρχαίων Ελλήνων στοχαστών[19].

Η απόλυτη ελευθερία υπάρχει μόνο στο Θεό και αυτή έγκειται στην φύση της ύπαρξής του που είναι αναγκαία. Επομένως ο Θεός ενεργεί με τρόπο αναγκαίο[20].   Απορρίπτει την τυχαιότητα, το «ενδεχόμενον άλλως έχειν» του Αριστοτέλη. Στον κόσμο του Σπινόζα δεν έχουν θέση τα «θαύματα». Ακόμα και Ιησούς έπραξε ως όφειλε να πράξει, σύμφωνα με τη φύση του, όποια και αν υποθέσουμε ότι ήταν αυτή.
Όπως το διατυπώνει ο ίδιος:  «Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να παραχθούν από τον Θεό με κανέναν άλλο τρόπο και με καμία άλλη τάξη, παρά όπως παράχθηκαν» (Μέρος Ι, πρ. 33)[21].

Από αυτές τις βασικές διατυπώσεις του Σπινόζα προκύπτουν τρία πράγματα:
-          καταρρίπτεται η αυταπάτη περί της ανθρώπινης ελευθερίας.
-          μπορούμε να έχουμε βέβαιη και επιστημονική γνώση.
-          για όποιον θέλει να είναι ελεύθερος, απαιτείται κόπος.

Έτσι ο Σπινόζα διακρίνει τρία είδη γνώσης:
1.        Το πρώτο είδος προέρχεται από τα επιμέρους πράγματα, τα οποία αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις συγκεχυμένα και χωρίς τάξη και από τα σύμβολα (σημεία) πραγμάτων που ακούμε ή διαβάζουμε. Η γνώση αυτή είναι συγκεχυμένη και ατελής και επαρκεί μόνο για τις ανάγκες του καθημερινού βίου. Δεν μας παρέχει την δυνατότητα να αναχθούμε σε αναγκαίες αλήθειες, είναι θύραθεν και εκ πρώτης όψεως. Αποκαλείταιγνώμη (δοξασία) ή φαντασία.  Είναι η γνώση που έχει ο πολύς κόσμος και επειδή είναι ανεξέταστη αποτελεί πηγή πλάνης και πάθους.
2.        Το δεύτερο είδος προέρχεται από την  ικανότητα του Λόγου (ratio) να διακρίνει πέρα από το τυχαίο και το επιμέρους, το αναγκαίο και καθολικό.. Τα πράγματα τότε μπορούν να νοηθούν  ως υπάρχοντα σε ορισμένο χρόνο και τόπο αλλά και ως συνδεδεμένα με την λογική αρχή όλων των πραγμάτων, και νοούμενα υπό το πρίσμα της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis). Σ’ αυτή την βαθμίδα της γνώσης στηρίζει ο άνθρωπος την δυνατότητα της επιστημονικής γνώσης διότι δι’ αυτής αποκαλύπτονται αλήθειες που είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους και αποτελούν μια έλλογη ερμηνεία του κόσμου.
3.        Το τρίτο είδος της γνώσης που δέχεται ο Σπινόζα είναι η ενορατική γνώση (scientia intuitiva). Τόσο το δεύτερο είδος όσο και το τρίτο παρέχουν γνώσεις αληθείς. Ενώ όμως το δεύτερο είδος δίνει την ευκαιρία στο Λόγο να ερευνήσει και να αποκρυπτογραφήσει τις κοινές αλήθειες των πραγμάτων, ερευνώντας τις οριζόντιες μεταξύ τους σχέσεις, το τρίτο είδος μας παρέχει μια απευθείας κάθετη γνώση και κατανόηση του εαυτού μέσα στην ουσία του Θεού. Με τον τρόπο αυτό ενώ γνωρίζουμε ότι ζούμε υπό το πρίσμα του χρόνου (sub speciedurationis) αποκτούμε την αυτοσυνείδηση της αιώνιας ύπαρξης ως μέρος  των κατηγορημάτων της άπειρης έκτασης και άπειρης νόησης του θείου. Από την ενορατική γνώση γεννιέται η νοερή αγάπη του Θεού (amorintellectualis Dei), για την οποία θα προσπαθήσουμε να μιλήσουμε στο μέρος που έπεται.

Στενά συνδεδεμένη με την γνωσιολογία του Σπινόζα είναι η θεωρία των Συναισθημάτων ή «η Περί της Ανθρώπινης Δουλείας». Ο Σπινόζα διακρίνει τρία πρωτογενή συναισθήματα: Χαρά, Λύπη, Επιθυμία και αναλύει 65 δευτερογενή. Ο άνθρωπος είναι τόσο δυστυχισμένος όσο το πνεύμα του κυριαρχείται από ατελείς, συγκεχυμένες και κομματιασμένες ιδέες. Ο άνθρωπος μπορεί να αρθεί πάνω από τα πάθη του και να κερδίσει μια ζωή ηρεμίας και γαλήνης μέσα στο κοινωνικό σύνολο καθώς η λογική συνειδητότητα θα ξετυλίγει το κουβάρι των μπερδεμένων συναισθημάτων πηγαίνοντας από τις πιο ατελείς στις πιο επαρκείς έννοιες.






IV. Η διανοητική αγάπη του Θεού                                                                                        
Για μας που έχουμε γαλουχηθεί μέσα στην χριστιανική πίστη, η Αγάπη έχει έντονο ηθικό χαρακτήρα με την έννοια της κοινωνικής ηθικής προς τον πλησίον αλλά και την αγάπη που οφείλουμε να αποδίδουμε στο πρόσωπο – Θεός με το οποίο έχουμε  μια σχέση παιδιού – πατέρα. Η αγάπη του πιστού χριστιανού είναι ένα συναίσθημα που καλλιεργείται, εμπλουτίζεται και ουσιαστικοποιείται  και από διάφορα άλλα όπως  της ταπείνωσης, της συμπόνιας, της αγαθοσύνης, της ελεημοσύνης. Κυρίως όμως νιώθουμε ότι η Αγάπη  προς τον Θεό και προς τον πλησίον μιλάει στην καρδιά μας και με την καρδιά μας την αντιλαμβανόμαστε.

Έχουμε όμως κάνει σαφές ότι ο Σπινόζα δεν αναφέρεται στον Θεό, όπως αυτός περιγράφεται και παραδίδεται στους πιστούς κάθε θρησκείας μέσα από τα ιερά κείμενα. Επομένως εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τι ακριβώς εννοεί με την έννοια της «διανοητικής αγάπης του Θεού», θα πρέπει να ανατρέξουμε στον «Θεό των φιλοσόφων» και δη στον Θεό όπως ο φιλόσοφος Σπινόζα τον αντιλαμβάνεται.

Το ξεδίπλωμα της  φιλοσοφικής αντίληψης του Σπινόζα θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να σταματάει πολύ πριν την διατύπωση της έννοιας της διανοητικής αγάπης. Ήδη έχει κάνει πολλά: έχει αποδείξει την ύπαρξη του Θεού, έχει λύσει το πρόβλημα της σύνδεσης ύλης – πνεύματος, έχει ρίξει φως στα ανθρώπινα πάθη, έχει αναλύσει επαρκώς τα ζητήματα της ελευθερίας και της γνώσης. Τι του χρειάζεται λοιπόν μια τόσο ακαθόριστη έννοια για να συμπληρώσει το κοσμοείδωλό του;  
Μήπως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μια σκοπιμότητα στο γεγονός ότι η έννοια της διανοητικής αγάπης του Θεού στην ουσία αποτελεί τον επίλογο, την κατακλείδα της νοηματικά πυκνής Ηθικής του;

Ένα φιλοσοφικό σύστημα που επιδιώκει να καθάρει τον ανθρώπινο νου από τις πλάνες και τις αυταπάτες που προέρχονται από την αμάθεια ή από τους φόβους που προέρχονται από την κοινωνική σύμβαση, πώς θα μπορούσε να μείνει απαθές μπροστά τον ύψιστο των φόβων και στην απόλυτη αγνωσία του Θανάτου;

Κάθε τέτοιο φιλόδοξο μεταφυσικό σύστημα έρχεται αναπόφευκτα αντιμέτωπο με τα έσχατα ερωτήματα. Αφού λοιπόν ο Θεός είναι άπειρος και άχρονος με την έννοια του αιώνιου που δεν γνωρίζει πότε, πριν ή μετά και αφού όλα βρίσκονται μέσα στο Θεό μήπως τότε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ζούμε στον θάνατό μας;
Αφού ο άνθρωπος εκτός από πεπερασμένο είναι και εντελώς ανελεύθερο ον και αφού ζούμε σε μια απόλυτα αιτιοκρατούμενη αναγκαιότητα γιατί να δράσουμε, γιατί να μην υποταχθούμε στους σιδερένιους νόμους της;

Ας δούμε όμως πώς ο Σπινόζα «κτίζει» στο τελευταίο μέρος της Ηθικής την έννοια της διανοητικής αγάπης του Θεού, μέσα από την επιλογή μερικών προτάσεων του πέμπτου μέρους **

Πρόταση 14 : Το Πνεύμα μπορεί να καταφέρει ώστε όλοι οι επηρεασμοί του Σώματος, ήτοι οι εικόνες των πραγμάτων, να αναφέρονται στην ιδέα του Θεού[22].

Πρόταση 15: Όποιος κατανοεί σαφώς και διακριτώς τον εαυτό του και τις συναισθηματικές του επήρειες αγαπά τον Θεό, και τόσο περισσότερο όσο περισσότερο κατανοεί τον εαυτό του και τις συναισθηματικές του επήρειες[23].

Πρόταση 16 : Αυτή η Αγάπη προς το Θεό πρέπει να απασχολεί το Πνεύμα στον μέγιστο βαθμό[24].

Πρόταση 17 : Ο Θεός είναι άμοιρος παθών και δεν επηρεάζεται από καμία συναισθηματική επήρεια Χαράς ή Λύπης[25].

Πρόταση 18 : Κανένας δεν μπορεί να μισήσει το Θεό[26].

Πρόταση 19: Όποιος αγαπά τον Θεό δεν μπορεί να προσπαθήσει να τον ανταγαπήσει ο Θεός[27].

Πρόταση 20: Αυτή η Αγάπη προς τον Θεό δεν μπορεί να μιανθεί από τη συναισθηματική επήρεια ούτε του Φθόνου ούτε της Ζηλοτυπίας´ αλλά υποθάλπτεται τόσο περισσότερο όσο φανταζόμαστε περισσότερους ανθρώπους συζευγμένους με τον Θεό με τον ίδιο δεσμό Αγάπης[28].

Πρόταση 22: Στον Θεό υπάρχει αναγκαία μια ιδέα που εκφράζει την ουσία του τάδε και του δείνα ανθρώπινου Σώματος υπό ένα είδος αιωνιότητας[29].

Πρόταση 23 : Το ανθρώπινο Πνεύμα δεν μπορεί να καταστραφεί απόλυτα μαζί με το Σώμα´ αλλά από αυτό παραμένει κάτι που είναι αιώνιο[30].

Πρόταση 24 : Όσο περισσότερο κατανοούμε τα ενικά πράγματα, τόσο περισσότερο κατανοούμε τον Θεό[31].

Πρόταση 27 : Από το τρίτο γένος γνώσης προέρχεται η ύψιστη ικανοποίηση του Πνεύματος που μπορεί να υπάρξει[32].

Πρόταση 28: Η προσπάθεια ήτοι η Επιθυμία να γνωρίσουμε τα πράγματα με το τρίτο γένος γνώσης δεν μπορεί να προέλθει από το πρώτο γένος γνώσης, μα μπορεί να προέλθει από το δεύτερο[33].

Πρόταση 30 : Καθόσον το Πνεύμα γνωρίζει τον εαυτό του και το Σώμα υπό ένα είδος αιωνιότητας, έχει κατ’ ανάγκην γνώση του Θεού και ξέρει ότι το ίδιο είναι στον Θεό και συλλαμβάνεται μέσω του Θεού[34].

Πρόταση 32 : Ό,τι κατανοούμε με το τρίτο γένος γνώσης το απολαμβάνουμε, και μάλιστα με τη συνοδεία της ιδέας του Θεού, σαν αίτιο[35].

Πρόταση 33. Η νοερή Αγάπη του Θεού η οποία προέρχεται από το τρίτο γένος γνώσης είναι αιώνια[36].

Πρόταση 35 : Ο Θεός αγαπά τον εαυτό του με άπειρη νοερή Αγάπη[37].

Πρόταση 36. Η νοερή Αγάπη του πνεύματος προς το Θεό είναι η ίδια η Αγάπη του Θεού με την οποία ο Θεός αγαπά τον εαυτό του, όχι καθόσον είναι άπειρος αλλά καθόσον μπορεί να εξηγηθεί μέσω της ουσίας του ανθρώπινου Πνεύματος θεωρημένης υπό ένα είδος αιωνιότητας, τουτέστιν η νοερή Αγάπη του Πνεύματος προς τον Θεό είναι μέρος της άπειρης αγάπης με την οποία ο Θεός αγαπά τον εαυτό του[38].

Νομίζω ότι η διανοητική αγάπη του Θεού καθίσταται αναγκαίος όρος, προκειμένου ο Σπινόζα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του θανάτου και της αθανασίας της ψυχής.
Αν ο Θεός ήταν δημιουργός έξω και πέρα από τον άνθρωπο, τότε ο άνθρωπος θα είχε κάθε λόγο να θεωρεί με δέος την παραδοξότητα του Θανάτου. Για τον Σπινόζα όμως ο Θεός είναι εμμενής, σύμφυτος με την φύση του Ανθρώπου και κατ’ αυτή την έννοια ο Θεός δεν μπορεί ούτε να ελέγχει ως Κριτής τις ανθρώπινες πράξεις, ούτε να επιβραβεύει ή να τιμωρεί τον άνθρωπο.
Πολύ περισσότερο δεν αναμένει τον άνθρωπο σε μια μετά θάνατο ζωή για να λογαριαστεί μαζί του. Η έννοια της διανοητικής αγάπης του Θεού είναι ξένη προς τον φόβο, την επίκριση, την τιμωρία. Ο Άνθρωπος μπορεί να σταθεί μπροστά στο Θεό όχι μέσα από την «παραδοξότητα» του θανάτου, αλλά από την έννοια του «ανήκειν» στο Θεό.
Η έννοια λοιπόν της διανοητικής αγάπης εισάγεται για να θεραπεύσει την διαταραχή της αποκοπής του Ανθρώπου από το Θεό, αλλά και της αποκοπής του ανθρώπου από τον άνθρωπο, στη σφαίρα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Έτσι ιδωμένη  η έννοια της αγάπης είναι ταυτόσημη με την έννοια του ανήκειν στο Όλον. Ως μέρος του Όλου λοιπόν ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να αγαπά το Όλον και επειδή τίποτα δεν συμβαίνει στο μέρος για το οποίο ήδη το Όλον δεν έχει μια ιδέα δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε ότι ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο αγαπώντας τον εαυτό του.

Ο άνθρωπος τελικά μπορεί να θεωρηθεί ευνοημένος γιατί μέσα σ’ ένα απόλυτα αιτιοκρατούμενο Σύμπαν, η αιτιότητα παύει να είναι καταναγκασμός, θλίψη και ματαιότητα όταν θα πάψει να βαυκαλίζεται με την αυταπάτη της ελεύθερης βούλησης και συνειδητοποιήσει ότι η ελευθερία δεν είναι η απελευθέρωση από την αναγκαιότητα αλλά η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας που επέρχεται όταν μπορέσουμε να δούμε από την άποψη της αιωνιότητας, όπως δηλαδή ο Θεός βλέπει τον κόσμο.
Εκεί λοιπόν που η έννοια της ελευθερίας είχε καταρρεύσει, επαναθεμελιώνεται από ένα ουσιαστικότερο δρόμο. Ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί να δραπετεύσει από την αυτήν την αλυσιδωτή αντίδραση, κατανοώντας τους νόμους της αιωνιότητας.  

Ο Σπινόζα δεν πίστευε στον ασκητισμό, στην θλίψη ούτε θεωρούσε όπως ο Πλάτωνας την Φιλοσοφία  «μελέτη θανάτου».
Ο ελεύθερος άνθρωπος, κατά τον  Σπινόζα, δεν σκέπτεται τίποτε λιγότερο από το θάνατο και είναι σοφός με την έννοια ότι οι στοχασμοί του περιστρέφονται γύρω από τη ζωή και όχι γύρω από το θάνατο (Ηθική, Μέρος 4, πρ.67).  Επιδιώκει σταθερά το καλό και αποφεύγει το κακό, είναι δυνατός και καταφέρνει έτσι να ξεπερνάει τους κινδύνους, είναι επίσης υπερβολικά ειλικρινής, είναι ευχάριστος και ευγενικός. Δεν είναι όμως μοναχικός αφού «ο άνθρωπος ο οποίος καθοδηγείται από τη λογική είναι πιο ελεύθερος σε μια κατάσταση στην οποία ζει σύμφωνα με τις αποφάσεις τις οποίες παίρνει από κοινού με άλλους ανθρώπους, παρά όταν υπακούει μόνο στον εαυτό του» (Ηθική Μέρος 4, Πρόταση 73).

Έτσι η δύσκολη διανοητική ανάβαση προς την αγάπη του Θεού έχει οφέλη για τον άνθρωπο στην επίγεια ζωή του, γιατί «Η ευδαιμονία δεν είναι βραβείο της αρετής αλλά η ίδια η αρετή´ και δεν ευφραινόμαστε απ’ αυτή επειδή καταστέλλουμε την λαγνεία αλλά αντιθέτως επειδή ευφραινόμαστε απ’ αυτήν μπορούμε να καταστείλουμε την λαγνεία».(Ηθική Μέρος 5, Πρόταση 42).

Η «διανοητική αγάπη του Θεού» που προβάλλει ο Σπινόζα είναι η αγάπη του ενήλικα/συνειδησιακά ελεύθερου Ανθρώπου προς τον Θεό, απαλλαγμένη από    φοβίες, απαιτήσεις, εκδηλώσεις λατρείας ή συντριβής που χαρακτήριζαν μια άγουρη και παιδιάστικη νόηση. Περνάει όχι μέσα από τον ταραγμένο δρόμο της συναισθηματικής φόρτισης αλλά μέσα από τον ευθύ δρόμο της νόησης και αντιστοιχεί στον σοφό άνθρωπο που μπορεί να τον διανύσει
Είναι ο σοφός Άνθρωπος που στρέφει τα μάτια της Νόησης προς τον Θεό, και βλέποντας καθαρά με μια σταθερότητα και γαλήνη που μόνο η διάνοια μπορεί να εξασφαλίσει, αγαπά τον Θεό εντοπίζοντας μέσα του την δυνατότητα να τον σκέφτεται, να τον ανιχνεύει μέσα στα παρακολουθήματά του και όχι ο Θεός που στρέφει τα μάτια του στον άνθρωπο για να τον κατευθύνει με τρόπους ακατάληπτους προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, χαρίζοντάς του μάλιστα κάποια ανταλλάγματα ή κάποιες ανταμοιβές.
Και αυτό γίνεται εξ αιτίας της ανάγκης που έχει ο άνθρωπος να συνδέσει την λαμπρή αλλά πεπερασμένη του διάνοια με την άπειρη διάνοια του Θεού και την χρονικά περιορισμένη ζωή του με την αιωνιότητα.
Και εν τέλει αυτό που ακούγεται τόσο ψυχρά σ’ εμάς με τον όρο «διανοητική αγάπη» δεν υπονοεί και δεν θεραπεύει τίποτε περισσότερο από την υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει.

  


V. Συμπέρασμα                                                                                                    

Ο Σπινόζα χαρακτηρίστηκε με όλους τους δυνατούς χαρακτηρισμούς : άθεος, πανθεϊστής,  αποκρυφιστής, μυστικιστής, ακοσμικός, υλιστής, κρυπτοχριστιανός, υλοζωϊστής, πρόδρομος του Νίτσε αλλά και του Μάρξ. Θα έλεγε κανείς ότι όλοι  αυτοί οι αντιφατικοί χαρακτηρισμοί προκύπτουν σχεδόν αβίαστα από το δυσνόητο του κύριου έργου του, της Ηθικής. Προσωπική μου άποψη είναι ότι προκύπτουν το ίδιο αβίαστα από την μεγαλειώδη προσπάθειά του Σπινόζα να συμφιλιώσει μια βαθιά θρησκευτικότητα με την επιστημονική θεώρηση του ανθρώπου.

Ο ίδιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας άκρως ηθικολόγος στοχαστής, ο οποίος προσπάθησε να ανασκευάσει την ηθική ζωή των ανθρώπων, καταρρίπτοντας την συνήθη έννοια της ελεύθερης βούλησης και της ελευθερίας και ανάγοντας τα πάντα στο Θεό. Νομίζω όμως ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Θέτει τον άνθρωπο μπρος στην ευθύνη της ύπαρξής του και αποκαλύπτει την δυνατότητα να αναλάβει την ευθύνη της κατάστασής του. Η αξιοπρέπειά μας έγκειται ακριβώς σ’ αυτή τη δυνατότητα, να μπορούμε να αναζητήσουμε την απελευθερωτική αλήθεια. Και ο Σπινόζα έρχεται να μας πει ότι η αλήθεια βρίσκεται στο Θεό.

Ο Σπινόζα δεν επιδιώκει να κλονίσει τα θεμέλια της πίστης. Διαβάζοντας σήμερα, ενάμιση περίπου αιώνα μετά το περίφημο «Ο Θεός πέθανε» του Νίτσε, ο Σπινόζα έρχεται να μας πει ότι όχι μόνο ο Θεός δεν έχει πεθάνει, αλλά ότι δεν μπορεί να πεθάνει.
Και απευθυνόμενος περισσότερο στον τύπο του νέου επιστημονικού ανθρώπου που τον βλέπει –ήδη από τον 17ο αιώνα-  να  ρίχνεται ακράτητος στα νέα, πολλά υποσχόμενα πεδία επιστημονικής έρευνας του εφιστά  την προσοχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστήμη χωρίς θρησκεία αλλά ούτε θρησκεία πλέον χωρίς επιστήμη. Όσο αυτές οι δύο ανθρώπινες δραστηριότητες  είναι δύο ασυμφιλίωτοι κόσμοι ο άνθρωπος θα είναι καταδικασμένος να ζει σ’ έναν ασυνάρτητο, ασύμφωνο, στερούμενο νοήματος και διχασμένο κόσμο.

Η εποχή μας, άκρως μηχανιστική και επιστημονικοποιημένη, μ’ έναν τρόπο που ο Σπινόζα δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, διεκδικεί το προνόμιο της αδιαμφισβήτητης αλήθειας.  Αλλά αυτό δεν είναι συνώνυμο της Αλήθειας.
Ο Σπινόζα και πριν απ’ αυτόν ο Πασκάλ , μας προειδοποιούν να μην αυταπατόμαστε. Η απομυθοποίηση του κόσμου που η επιστημονική κατάκτηση μπόρεσε να πετύχει, έφερε στην θέση προκαταλήψεων και δοξασιών που κατήργησε άλλες καινούργιες μυθοποιήσεις και αυταπάτες, ακόμα πιο επικίνδυνες, γιατί προχωρώντας πέρα από το νιτσεϊκό μηδενισμό αντικειμενοποίησαν  τον ίδιο τον άνθρωπο.

Η λύση ασφαλώς δεν είναι να γυρίσουμε σε μια προ-καπιταλιστική εποχή, αλλά να αντικρύσουμε τον κόσμο σαν ένα συνεκτικό, εύρυθμο σύνολο, αναγνωρίζοντας τον Θεό σε κάθε τι γύρω μας και αγαπώντας τα έργα του γνωρίζοντάς τα.   
Μέσα απ’ αυτή την ερμηνεία του όρου της «διανοητικής αγάπης» έρχεται η σπινοζική απάντηση στον κόσμο της θεοκρατίας και του φανατισμού, στα ιερατεία και εξουσιαστικά κέντρα όλων των εποχών να αφορίζουν, να διαχωρίζουν και να κατατεμαχίζουν στο όνομα του Θεού ή κάποιας παγκόσμιας τάξης, ότι ο κόσμος μπορεί να ερμηνευτεί, να εξακολουθήσει να υπάρχει  μόνο με όρους σύμπνοιας  και αγάπης. Ο ίδιος που βίωσε αυτόν τον αποκλεισμό από την κοινότητα απαντά: μπορούμε μόνο να ερευνήσουμε ότι βλέπουμε γύρω μας, ότι είμαστε εντός μας και να ανήκουμε με δεσμό αγάπης στο Θεό.

Η Ηθική, το μεγαλειώδες αυτό έργο, το ανοιχτό στην ανάγνωση, το αστείρευτο σε διαδοχικές ερμηνείες, το δυσνόητο, είναι ένα ανάγνωσμα φτιαγμένο για να συνοδεύει ισόβια τον ακαταπόνητο άνθρωπο που αναζητά.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο τέλος όλων των ορισμών, των πορισμάτων, των αποδείξεων και των σχολίων που προσκόμισε, ο Σπινόζα διαλέγει για την τελευταία παράγραφο μια ερώτηση. Ερώτηση που είναι σαν να μένει ανοιχτή δια μέσου των αιώνων προκαλώντας κάθε γενιά να δώσει την δική της απάντηση:
«Αν τώρα η οδός που έδειξα ότι οδηγεί σε αυτά φαίνεται χαλεπότατη, ωστόσο μπορεί να ανακαλυφθεί. Και χαλεπό ασφαλώς πρέπει να είναι αυτό που βρίσκεται τόσο σπάνια. Αν πράγματι η σωτηρία ήταν ευχερής και μπορούσε να βρεθεί χωρίς μεγάλο μόχθο, πώς θα ήταν δυνατό να παραμελείται σχεδόν από όλους;…
και κλείνει, σχεδόν σαν να μονολογεί :
…Αλλά όλα τα λαμπρά είναι τόσο δύσκολα και τόσο σπάνια.-


Τ Ε Λ Ο Σ



 Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α

-          Β. Σπινόζα, Ηθική, μτφρ. Ν. Κουντουριώτης, εκδ. Ν.Δ. Φέξης, Αθήνα 1913.
-          Β. Σπινόζα, Ηθική, μτφρ. Ευαγ. Βανταράκης, Εισαγ. Βασιλική Γρηγοροπούλου, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2009.
-          Β. Σπινόζα, Πραγματεία για διόρθωση του νου, μτφρ. B. Jacquemart – Β. Γρηγοροπούλου, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2005.  

-          Scruton, Roger Σπινόζα, μτφρ. Λένα Θεοδωρίδου, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2002.
-          Vegetti, Mario, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Τραυλός, 10η εκδ. Αθήνα 2003.
-          Μπενιέ, Ζαν Μισελ Ιστορία της Νεωτερικής και Σύγχρονης Φιλοσοφίας, φυσιογνωμίες και έργα, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 2001.
-          Αυγελής Νίκος, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Σταμούλης Αντώνιος Εκδοτικός Οίκος, Θεσσαλονίκη 2012
-          Cottingham John, Φιλοσοφία της Επιστήμης Α: Οι ορθολογιστές, μτφρ. Σοφία Τσούρτη, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2003
-          Γρηγοροπούλου Βασιλική, Γνώση, Πάθη και Πολιτική στη Φιλοσοφία του Σπινόζα, εισαγ. Κοσμάς Ψυχοπαίδης, εκδ. Αλεξάνδρεια
-          Yalom Irvin, D. To πρόβλημα Σπινόζα, μτφρ. Ευαγγελία Ανδριτσάνου εκδ. Άγρα, Αθήνα 2012



  



[1] YIRMIYAHU YOVEL, Spinoza et autres heretiques, μτφρ, Beaumatin/Lagree, Paris: Le Seuil, 1991 σ. 19
[2] Ελάχιστα χρόνια μας χωρίζουν εξάλλου από την καταδίκη και τον μαρτυρικό θάνατο στην πυρά του Ιταλού μοναχού και φιλοσόφου Τζορντάνο Μπρούνο (1548-1600) που υποστήριζε ότι το σύμπαν είναι άπειρο και ότι υπάρχουν περισσότεροι κόσμοι,  μετά από απόφαση της Ιεράς Εξέτασης. .
[3] Ηθική, μετάφραση Ν. Κουντουριώτης, σελ. δ’ εκδ. Γ.Δ. Φέξης, Αθήνα 1913.
[4] ό.π. σελ. δ’
[5] «Πιστεύω επίσης ότι ο Σπινόζα, όπως ο Νίτσε και ο Σοπενχάουερ, στων οποίων τη ζωή και τη φιλοσοφία βάσισα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά μου, έγραψε πολλά πράγματα μεγάλης σημασίας για τον τομέα της ψυχιατρικής και της ψυχοθεραπείας –για παράδειγμα ότι οι ιδέες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα προκαλούνται από προηγούμενες εμπειρίες, ότι τα πάθη είναι να δυνατό να μελετηθούν με απάθεια, ότι η κατανόηση οδηγεί στην υπέρβαση – και ήθελα να τιμήσω αυτή τη συνεισφορά του με ένα μυθιστόρημα ιδεών» . Βλ. Yalom Irvin, D. Το Πρόβλημα Σπινόζα, εκδ. Άγρα 2012, Εισ. σελ. 11
[6] Ο Bacon κατά μίμηση του αριστοτελικού «Οργάνου» συγγράφει το Νέο Όργανο (1620), ο Descartes τους Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος (1628) και τον Λόγο περί της Μεθόδου (1637).
[7] Έργο το οποίο έμεινε ημιτελές και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του φιλοσόφου από κύκλο φίλων του στους οποίους είχε εμπιστευτεί τα χειρόγραφα του συνόλου του έργου του, σ’ έναν τόμο των Μεταθανατίων Έργων, που περιλαμβάνει εκτός από την Πραγματεία περί της μεταρρυθμίσεως της Διανοίας, την Πολιτική Πραγματεία (επίσης ανολοκλήρωτη), ένα Εγχειρίδιο Εβραϊκής Γραμματικής και το μνημειώδες έργο του, την Ηθική
[8] Η οικογένειά του καταγόταν  από την Ισπανία, όπου πλήθος Εβραίων, οι επονομαζόμενοι  «μαράνοι» αναγκάστηκαν να μεταστραφούν στο χριστιανισμό και επί πολλές γενιές να ζήσουν σαν κρυπτοεβραίοι τελώντας μυστικά τις τελετουργίες τους.
[9] Ο Σπινόζα είναι μόλις 15 χρόνων όταν παρακολουθεί την καταδίκη και δημόσια μαστίγωση του Ουριέλ Ντε Κόστα από την Εβραϊκή συναγωγή του Άμστερνταμ, ο οποίος αργότερα αυτοκτονεί.
[10] Ο Σπινόζα πεθαίνει στις 21 Φεβρουαρίου 1677. Κατά προτροπή του οι φίλοι του που παρέλαβαν τα χειρόγραφα καθώς και την μεγάλη επιστολογραφία του, αφαίρεσαν οποιοδήποτε στοιχείο πρόδιδε την προσωπική του ζωή.
[11] Βλ. Σπινόζα, Πραγματεία για διόρθωση του νου, μτφρ. B. Jacquemart – Β. Γρηγοροπούλου, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2005, σελ. 23
[12] «Αυτά τα είδωλα εκδηλώνονται σαν ένα είδος αδράνειας που ωθεί το πνεύμα να ικανοποιείται από τις ψευδαισθήσεις : είναι τα Idola Tribus (Είδωλα της Φυλής), εξαιτίας των οποίων το υποκείμενο της γνώσης ενδίδει στις ανθρωπομορφικές εξηγήσεις καθώς και στις αφελείς γενικεύσεις, τα Idola Specus (Είδωλα του Σπηλαίου), που το καλούν να ικανοποιείται με τις σκιές του σπηλαίου, τα Idola Fori (Είδωλα της Αγοράς), που το κάνουν να βαυκαλίζεται με την ικανότητα της γλώσσας να διατυπώνει την αλήθεια και τα Idola Theatri (Είδωλα του Θεάτρου) που υποθάλπουν την αφέλεια των θιασωτών φιλοσοφικών συστημάτων,    ήτοι τους μαθητές του Αριστοτέλη και της σχολαστικής παράδοσης». Βλ. Ζαν Μισέλ Μπενιέ, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας, φυσιογνωμίες και έργα, Εκδ. Καστανιώτη μτφρ. Κ. Παπαγιώργης,  Αθήνα 2001, σελ. 53
[13] Βλ. Vegetti Mario, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Τραυλός, 10η εκδ. Αθήνα 2003
[14] Το οντολογικό επιχείρημα επέκρινε ο Καντ, στην Κριτική του Καθαρού Λόγου επισημαίνοντας ότι η ύπαρξη δεν αποτελεί ιδιότητα του πράγματος.
[15] Βλ. Σπινόζα, Ηθική, μτφρ. Ε. Βανταράκης, Εισ. Β. Γρηγοροπούλου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2009 σελ. 79
[16] ό.π. σελ. 79
[17] Πρόταση 14 : «Πέρα από το Θεό δεν μπορεί να υπάρξει ή να συλληφθεί καμία υπόσταση» και Πρόταση 15: «Ό,τι είναι, είναι στο Θεό και τίποτα δεν μπορεί να είναι ή να συλληφθεί χωρίς το Θεό», βλ. ό.π. σελ. 96 -97
[18] Και δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε το «Εγώ ειμί ο Ων» που κατά την βιβλική παράδοση είπε ο Θεός στο Μωυσή.

* Επιλέγω να παρουσιάσω, συνοπτικά βέβαια, μαζί τα τρία αυτά κορυφαία ανθρωπολογικά θέματα που αναπτύσσονται στην Ηθική κυρίως στα μέρη 3 και 4, ενώ η όποια αναφορά στην θεωρία των Συναισθημάτων θα γίνει μόνο για τις ανάγκες της ανάπτυξης του κυρίου θέματος.
[19] Για τους Στωικούς όπως ακριβώς κάθε όργανο ενός ζωντανού οργανισμού έχει τη θέση και τη λειτουργία του, ομοίως κάθε ανθρώπινο πλάσμα κατέχει στο εσωτερικό του Παντός έναν τόπο που του αντιστοιχεί. Μέσω της νόησης μπορούμε να βρούμε τον «φυσικό τόπο» μας, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Αυτή η τάξη είχε κάτι το «θεϊκό» καθώς βρίσκεται έξω και πάνω από τους ανθρώπους και θεωρείται αρμονική, δίκαιη και ωραία. Εξάλλου η ετυμολογική σημασία της αρχαιοελληνικής λέξης θεωρία, ήταν «θείον οράω», δηλαδή βλέπω το θεϊκό στοιχείο.
[20] Στο Παράρτημα του Πρώτου μέρους της Ηθικής, ο Σπινόζα καταφέρεται έντονα κατά των αντιλήψεων που αποδίδουν στο Θεό : α) την Δημιουργία σε όφελος και για την εξυπηρέτηση  του ανθρώπου, β) τον κοινό τόπο της «θείας θέλησης» τον οποίο χαρακτηρίζει «άσυλο της άγνοιας» και εξ αιτίας του οποίου «όποιος ερευνά τα αληθή αίτια των θαυμάτων και όποιος πασχίζει να κατανοεί τα φυσικά πράγματα ως μορφωμένος, και όχι να τα θαυμάζει ως βλάκας, θεωρείται σχεδόν παντού ασεβής και αιρετικός και γιουχάρεται από αυτούς που τους λατρεύει ο όχλος σαν διερμηνείς της φύσης και των Θεών. Διότι ξέρουν ότι αν αρθεί η άγνοια θα αρθεί το θάμπωμα…», γ) χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, επιθυμίες, χαρακτηρισμούς κλπ. Βλ. Σπινόζα, Ηθική, μτφρ. Ε Βανταράκη, Εισ. Β.Γρηγοροπούλου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2009, σελ. 131-142
[21]  ό.π.  σελ. 125 και απόδειξη, σχόλια 1,2 αυτής σελ. 125-130.
** Κάθε μια από τις προτάσεις συνοδεύεται από αποδείξεις, πορίσματα ή σχόλια καθώς και από παραπομπές σε προηγούμενα προτάσεις, ορισμούς, πορίσματα….
[22] Βλ. Σπινόζα, Ηθική, μτφρ. Ε. Βανταράκης, Εισ. Β. Γρηγοπούλου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2009 σελ. 477
[23] ό.π. σελ. 477
[24] ό.π. σελ. 478
[25] ό.π. σελ. 478
[26] ό.π. σελ. 479
[27] ό.π. σελ. 480
[28] ό.π. σελ. 480
[29] ό.π. σελ. 485
[30] ό.π. σελ. 486
[31] ό.π. σελ. 487
[32] ό.π. σελ. 489
[33] ό.π. σελ, 489
[34] ό.π. σελ. 492
[35] ό.π. σελ. 494
[36] ό.π. σελ. 494
[37] ό.π. σελ. 496
[38] ο.π. σελ. 497




Σχόλια

  1. Υπέρευγε θαυμάσιε!
    Χαίρε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημερίζω. Έψαχνα για τον Σπινόζα με αφορμή το βιβλίο του Γιάλομ που διαβάζω και μαζί με το περιεκτικότατο κείμενο ανακάλυψα ότι έχουμε και την ίδια προμετωπίδα ως μπλόγκερς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν απάντησα στα μηνύματά σας, όχι από αγένεια, αλλά επειδή, για κάποιο λόγο που δεν ξέρω, δεν τα λαμβάνω στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο και έτσι δεν τα βλέπω εγκαίρως.
      Ευχαριστώ πάντως που μπήκατε στον κόπο να διαβάσατε και να σχολιάσετε.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός