Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_το κουλούρι

Κάθε μεσημέρι έφερνε ένα κιλό ψωμί, αγορασμένο από τον ίδιο φούρνο,  που συναντούσε στον δρόμο γυρνώντας από την δουλειά στο σπίτι. Άφηνε το ψωμί στον πάγκο της κουζίνας  μαζί ένα μισόλογο, αποφεύγοντας να με κοιτάξει και  μόνο επειδή ήξερα ήδη τι έλεγε το καταλάβαινα, ένα πνιγμένο, κενό "τι έγινε;" που δεν περίμενε καμία απάντηση. Τις λίγες φορές που κάτι γινότανε, θα ήταν κάποιος λογαριασμός που ήρθε ή κάποιο φάρμακο που τελείωσε, αυτά όμως είναι από τα πράγματα που στην πραγματικότητα δεν γίνονται. Έτσι δεν είναι;
Και κάθε Παρασκευή, ανάμεσα στις 1.30 και 2.00 το μεσημέρι, τηλεφωνούσε για την λίστα με τα ψώνια της εβδομάδας. Αγόραζε ακριβώς τα είδη και τις ποσότητες που του έλεγα. Ποτέ δεν έφερνε καμία αντίρρηση, ποτέ δεν σχολίαζε τούτο ή το άλλο, ούτε πρόσθετε ούτε αφαιρούσε ποτέ τίποτα. Η λίστα ήταν σχεδόν ίδια, επαναλαμβανόταν με μικρές παραλλαγές και ανανεώσεις των υλικών που είχαν τελειώσει μεσ' την βδομάδα. Έφερνε τα ψώνια κάθε Παρασκευή και τα άφηνε μαζί με το ίδιο πνιχτό , κενό "τι έγινε;" που δεν περίμενε καμία απάντηση.
Είχα συνηθίσει αυτή την τυπικότητα που πρέπει να πω ότι με προβλημάτισε αρκετά, αλλά με τον καιρό κατέληξα ότι ήταν η απαραίτητη τυπικότητα που δεν άφηνε να εμφανιστεί καμία διαμάχη, καμία αμφισημία. Κυρίως που δεν άφηνε χώρο για να υπονοηθεί κάποια επιθυμία. Να, εκεί στον φούρνο, για παράδειγμα, να νιώσει μια επιθυμία για ένα κουλούρι, που να τον θέλξει με την στρογγυλότητα, με την μυρωδιά  και το σουσάμι του... Να το θελήσει σαν το πλεόνασμα, το αχρείαστο που ασφαλώς μπορείς να κάνεις και χωρίς αυτό, αλλά είναι αυτή η άνευ λόγου σπατάλη πραγμάτων και λόγων που κάνουμε γιατί δίχως αυτήν δεν μπορούμε να ζήσουμε .
Τότε ίσως αυτό το πνιχτό και κενό "τι έγινε;" να φωτιζόταν και να γέμιζε : ένα κουλούρι έγινε...



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός