Αν κάποιο απόγευμα συναντιόμουν με τον Τσβάιχ,
θα καθόμασταν εδώ έξω στην φθινοπωρινή αυλή
και θα του έλεγα
Στέφανε, σε καταλαβαίνω βαθιά
ήταν ωραίος ο κόσμος σου....
Βιέννη, Όπερα, ευγενικοί και μορφωμένοι άνθρωποι
πνεύμα, δαντέλες, μουσικοί, ποιητές και ζωγράφοι
Και κάποια μαυριδερά, σημεία εδώ και κει
μάλλον διακοσμητικό ρόλο έπαιζαν,
μέσα στην ενοχλητική ασημαντότητά τους
μέσα στις ωραίες Πρωτεύουσες του κόσμου σου.
Φρεσκοκομμένα κόκκινα σταφύλια από την κρεβατίνα μας
θα τρώγαμε ρώγα ρώγα και θα τον κέρναγα καυτή δροσάτη τσικουδιά...
Μα όταν
και συ Στέφανε Τσβάιχ βρέθηκες
επί ξύλου κρεμάμενος
μεσ' την Οδύνη του κόσμου που ταξιδεύει στο χρόνο
απαράγραπτη, παρούσα πάντα και αμετάθετη,
τότε μια φρικτή ερώτηση σε διαπέρασε
μήπως ο Πολιτισμός που τόσο λάτρεψες και υπηρέτησες πιστά και παθιασμένα, δεν μπορεί να απαλύνει την οδύνη αυτή
και μήπως η Τέχνη δεν είναι, ίσως μόνο, το Ιδεώδες και το Υψηλό που καταλαμβάνει τον καλλιτέχνη, όπως ιδεαλιστικά σου άρεσε να πιστεύεις,
αλλά ο θρήνος της οδύνης μας, η μαύρη γήινη ζύμη που μέσα της γεννιόμαστε και θα πεθάνουμε σ' αυτήν και οι γυμνές πατούσες μας
- που ένας ομότεχνός σου στο νότο, ένας με τσιγγάνικη ρίζα, τον είπε, στην γλώσσα του, ντουέντε-
και τότε μια βαθιά αλήθεια έλαμψε μέσα σου
και πήρες την απόφαση
που είναι η ρίζα όλων των αποφάσεων και κάθε ηθικής θεωρίας και θρησκείας,
μπηγμένη σα σταυρός σε βράχο
να αποσυνδέσεις τον εαυτό σου από την οδύνη αυτή
δίνοντας με αυτόν τον τρόπο
μια απάντηση
στην φρικτή ερώτηση που έκαψε
το μυαλό
και τον κόσμο σου.
Θα του έδινα να καπνίσει ένα απ' τα φτηνά στριφτά τσιγάρα μου
και ακούγοντας μια σονάτα για πιάνο του Βάγκνερ, μες τους καπνούς
και το πορτοκαλί του ουρανού
θα του' πιανα το χέρι στοργικά...
Αχ! Στέφανε, να'ξερες πόσο καταλαβαίνω
μέσα στις ωραίες Πρωτεύουσες του κόσμου σου.
Φρεσκοκομμένα κόκκινα σταφύλια από την κρεβατίνα μας
θα τρώγαμε ρώγα ρώγα και θα τον κέρναγα καυτή δροσάτη τσικουδιά...
Μα όταν
και συ Στέφανε Τσβάιχ βρέθηκες
επί ξύλου κρεμάμενος
μεσ' την Οδύνη του κόσμου που ταξιδεύει στο χρόνο
απαράγραπτη, παρούσα πάντα και αμετάθετη,
τότε μια φρικτή ερώτηση σε διαπέρασε
μήπως ο Πολιτισμός που τόσο λάτρεψες και υπηρέτησες πιστά και παθιασμένα, δεν μπορεί να απαλύνει την οδύνη αυτή
και μήπως η Τέχνη δεν είναι, ίσως μόνο, το Ιδεώδες και το Υψηλό που καταλαμβάνει τον καλλιτέχνη, όπως ιδεαλιστικά σου άρεσε να πιστεύεις,
αλλά ο θρήνος της οδύνης μας, η μαύρη γήινη ζύμη που μέσα της γεννιόμαστε και θα πεθάνουμε σ' αυτήν και οι γυμνές πατούσες μας
- που ένας ομότεχνός σου στο νότο, ένας με τσιγγάνικη ρίζα, τον είπε, στην γλώσσα του, ντουέντε-
και τότε μια βαθιά αλήθεια έλαμψε μέσα σου
και πήρες την απόφαση
που είναι η ρίζα όλων των αποφάσεων και κάθε ηθικής θεωρίας και θρησκείας,
μπηγμένη σα σταυρός σε βράχο
να αποσυνδέσεις τον εαυτό σου από την οδύνη αυτή
δίνοντας με αυτόν τον τρόπο
μια απάντηση
στην φρικτή ερώτηση που έκαψε
το μυαλό
και τον κόσμο σου.
Θα του έδινα να καπνίσει ένα απ' τα φτηνά στριφτά τσιγάρα μου
και ακούγοντας μια σονάτα για πιάνο του Βάγκνερ, μες τους καπνούς
και το πορτοκαλί του ουρανού
θα του' πιανα το χέρι στοργικά...
Αχ! Στέφανε, να'ξερες πόσο καταλαβαίνω
επί ξύλου κρεμάμενος...
την εβραϊκή ψυχή σου.
την εβραϊκή ψυχή σου.
τέλειο!
ΑπάντησηΔιαγραφή