Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_για την Επιθυμία: από το "θέλω" στο "προσφέρω"



Παρακολουθώντας ένα Πανεπιστημιακό  Σεμινάριο και διαβάζοντας στη συνέχεια τα σχετικά κείμενα, μου δόθηκε η ευκαιρία να σκεφτώ το θέμα της Επιθυμίας. Η προσέγγισή μου εδώ δεν είναι ακαδημαϊκή. Ίσως στο μέλλον αναφερθώ στο ακαδημαϊκό αντικείμενο που έχει πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον και στις σχετικές θεωρίες που διατυπώνονται στην σύγχρονη φιλοσοφική συζήτηση. 
Η προσέγγισή μου είναι κυρίως βιωματική, κι αυτό δεν το θεωρώ πρόβλημα, καθόσον η Επιθυμία είναι ότι πιο κοντινό και άμεσα βιωμένο έχει ο καθένας. Ποιος δεν έχει επιθυμήσει; Ποιος δεν έχει παλέψει με τις επιθυμίες του; Ποιος δεν έχει ενδώσει στις επιθυμίες του; Ποιος δεν έχει φανερώσει κάποιες και δεν έχει κρύψει κάποιες άλλες; 

Είναι λοιπόν κάτι που γνωρίζουμε από πρώτο χέρι και μπορούμε να μιλήσουμε γι’αυτό οι ίδιοι με την πεποίθηση ότι μιλάμε για κάτι εντελώς κοινό και μοιρασμένο σε όλους μας. Τι είναι λοιπόν η επιθυμία;

Πώς θα μας φαινόταν η ιδέα ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να επιθυμήσει κάτι; Ας υποθέσουμε επίσης ότι μπορούμε αυτόν τον άνθρωπο όχι μόνο να τον εφοδιάζουμε με όλα εκείνα τα απαραίτητα υλικά αγαθά έτσι ώστε ποτέ να μην νιώσει την έλλειψη κάποιου και ως εκ τούτου την επιθυμία για κάτι, αλλά και να προβλέπουμε την επιθυμία του πριν ακόμα αυτή εμφανιστεί. Τι θα έλειπε από τον κόσμο αυτού του ανθρώπου; Γιατί θα θεωρούσαμε την ύπαρξή του, αν όχι μη ανθρώπινη, τουλάχιστον παράξενη; Με άλλα λόγια ποιο είναι το βάρος της επιθυμίας στην ζωή ενός ανθρώπου; Η νοητική κατάσταση που περιγράφω δεν είναι εντελώς εξωπραγματική. Υπάρχουν ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπου εντοπίζεται αυτό ακριβώς το πρόβλημα π.χ. μείζων κατάθλιψη, κατατονικοί ασθενείς κλπ. 

Πιστεύω ότι η περιγραφή της επιθυμίας είτε υπό την έποψη του πάθους (passion) είτε υπό την έποψη της κατεύθυνσης προσαρμογής (direction to fit), παραβλέπει μια βασική πλευρά του δεσμού που υφίσταται κάθε φορά, ανάμεσα στο αντικείμενο της επιθυμίας και σ’ αυτόν που επιθυμεί. Και πιστεύω επίσης ότι θα μάθουμε πολύ περισσότερα για την φύση της επιθυμίας εάν στρέψουμε την προσοχή μας στην εξέταση αυτού του δεσμού. Όταν επιθυμούμε ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση πραγμάτων, αυτό που στρέφουμε πάνω του είναι η συγκατάθεσή μας. Δηλαδή μια κατάσταση κατάφασης, ένα θεμελιώδες «ναι», στην δομή, στην οργάνωση και στις ιδιότητες που αυτό έχει, που νομίζουμε ότι έχει ή που έχουμε πειστεί ότι έχει. Του αναγνωρίζουμε κατά κάποιο τρόπο και σε κάποια ποσότητα βασικά χαρακτηριστικά που το συνιστούν. Η δύναμη ή το βάρος της επιθυμίας προέρχεται από την συγκαταθετική διάσταση που έχει. Επειδή κατά κάποιο τρόπο, στον δεσμό μας με το αντικείμενο έχει υπεισέλθει όχι μόνο μια διαδικασία αναγνώρισης αλλά και έγκρισης, αυτό μετατρέπεται από ένα αδιάφορο αντικείμενο, στο αντικείμενο της επιθυμίας μας. Επομένως θα μπορούσαμε να δούμε την επιθυμία όχι ως μια κατάσταση έλλειψης η οποία ζητάει να πληρωθεί (και επομένως αυτομάτως να πεθάνει –death of desire) αλλά ως μια κατάσταση παροχής «μας» προς τον κόσμο. 
Ας δούμε ένα παράδειγμα: Βλέπω μια μπλούζα σε κάποια βιτρίνα και την επιθυμώ. Αυτό που προτείνω είναι ότι η επιθυμία μου εδώ έχει τον χαρακτήρα της συγκατάθεσής μου στην ωραιότητα της μπλούζας. Εάν κινηθώ και μπω στο κατάστημα και την αγοράσω, η επιθυμία μου έχει εξελιχθεί σε συγκατάθεσή μου στην ωραιότητα της μπλούζας φορεμένη από εμένα. Για όσο καιρό η συγκατάθεσή μου στην ωραιότητα της μπλούζας διαρκεί, θα διαρκεί και η επιθυμία μου γι’ αυτήν, γιατί ο δεσμός μου με το αντικείμενο της επιθυμίας (την μπλούζα) τροφοδοτείται από το συνεχόμενο και διαρκές «ναι» που βρίσκεται στον πυρήνα της επιθυμίας μου γι’ αυτήν. Το να πάψω να επιθυμώ την συγκεκριμένη μπλούζα, δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να την αξιολογήσω με κάποια κριτήρια π.χ. αισθητικά (ωραίο χρώμα) ή αντικειμενικά (φτηνή τιμή, μάλλινη), σημαίνει ότι η συγκαταθετική δύναμή μου έχει αποσυρθεί και ο δεσμός μου με αυτό το αντικείμενο έχει σπάσει.

Μπορώ επίσης να κάνω πράγματα που δεν επιθυμώ π.χ. να βγάζω τα σκουπίδια κάθε βράδυ, χωρίς να χρειάζεται να έχω δώσει την συγκατάθεσή μου γι’ αυτή την δουλειά∙ πράγμα που θα μπορούσε εξίσου καλά να κάνει και ένα ρομπότ. Στον βαθμό όμως που επιθυμώ να κάνω αυτή τη δουλειά, σημαίνει ότι κατά κάποιο τρόπο και υπό κάποια ιδιότητά μου (π.χ. αυτή του πολίτη) έχω πει «ναι» σ’ αυτήν. 

Μπορώ επίσης να επιθυμώ κάτι, επειδή το αξιολογώ θετικά, αλλά αυτό να μην αλλάζει την κινητική μου κατάσταση π.χ. επιθυμώ ένα λουλούδι αλλά δεν κάνω την κίνηση να το κόψω, να το μυρίσω ή να το φάω. Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή η επιθυμία μου υπό την έποψη της συγκατάθεσής μου, ρίχνει το βάρος στον δεσμό με το αντικείμενο της επιθυμίας και δεν με υποχρεώνει σε κάποια ενέργεια για να διευθετήσω τα πράγματα ώστε να ταιριάζουν με αυτήν. 

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να επιθυμήσουν, όσο κι αν ψάξουν στις νοητικές τους καταστάσεις δεν βρίσκουν κάτι που θα το ονόμαζαν «επιθυμία» ή αν έχουν αυτές είναι εντελώς απλές και εύκολα διαχειρίσιμες∙ αν το καλοσκεφτούμε αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση «ένδειας». Δεν μπορούν δηλαδή να προσφέρουν στα αντικείμενα και τις καταστάσεις του κόσμου, την συγκατάθεσή τους, ήγουν την επιθυμία τους. 

Όπως υπάρχουν κι άλλοι οι οποίοι διαχέουν την επιθυμία τους σε διάφορα πολλαπλά και εναλλασσόμενα αντικείμενα και στην περίπτωση αυτή, αυτό που κάνουν είναι να δημιουργούν και να σπάνε συνεχώς δεσμούς, δίνοντας και αποσύροντας την διαθέσιμη συγκατάθεσή τους. 

Με το σχήμα αυτό -το οποίο αναγνωρίζω ότι έχει υπαρξιακή προοπτική- ότι δηλαδή η επιθυμία μας είναι κάτι που προσφέρουμε στον κόσμο και όχι κάτι που αποσπάμε από αυτόν, η ανθρώπινη επιθυμία, παραμένει κάτι εντελώς μοναδικό και μη αντιγράψιμο, κάτι αξιολογικά φορτισμένο, δημιουργικό αλλά και τραγικό συνάμα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός