...τώρα ήταν παντού, όπου γυρνούσε το μάτι, τον έβλεπε να μπαίνει από την πόρτα της κουζίνας, έπειτα να σκύβει να διορθώσει κάτι στην χαλασμένη βρύση, να κάθεται στο τραπέζι, να ανεβαίνει τις σκάλες, να φτιάχνει καφέ, να ψάχνει τα τσιγάρα του, να μιλάει, να αγανακτεί, να θυμώνει, να σωπαίνει, να της βγάζει με τα μάτια του το λεπτό ρούχο που φορούσε... Θεέ μου, πώς ήταν τόσο αφελής! εκεί που νόμιζε ότι είχε από χρόνια μετακομίσει και είχε πάρει τα πράγματά του και είχε φύγει... τώρα τα έβλεπε παντού, τα πουκάμισα κρεμασμένα στη ντουλάπα, δίπλα στα δικά της φορέματα, τα ξυριστικά του πάνω στο τζαμάκι του νιπτήρα και ο καθρέπτης θολός ακόμα από το ζεστό πρωινό μπάνιο και το σαπούνι υγρό και το κουτάκι με τα κατσαβίδια και τις βίδες και το τρυπάνι του εκεί που πάντα τα φύλαγε σε ένα αποθηκάκι κάτω από τη σκάλα, δίπλα στα παπούτσια του και στον καναπέ ήταν το βούλιαγμα από το σώμα του και το σώμα του είναι ακόμα στο κρεβάτι τους και το κρεβάτι τους ήταν ακίνητο στη μέση του δωματίου και το δωμάτιο ήταν η φυλακή που φυλακίστηκε ο χρόνος και ο χρόνος, ο χρόνος, ο χρόνος, ο χρόνος, ο χρόνος, ο χρόνος η φυλακή των αφελών ανθρώπων, πουθενά τώρα.
Μέσ' στη λιτότητά του, κα-τα-πλη-κτι-κό οπως πάντα, τέτοια κείμενά σας και η ποίηση. Και πολλές δοκιμιακού ύφους προσεγγίσεις σας. Χαίρομαι που συναντήθηκα με την λεπταίσθητη γραφή σας έστω και από μακριά, κ. Ραβάνη...Χαίρομαι που γράφετε πάλι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και βρίσκω κάπως υπερβολικά τα λόγια σας... Σας ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή