Ο Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν (11 Δεκεμβρίου 1918 – 3 Αυγούστου 2008) ήταν Ρώσος μυθιστοριογράφος, ιστορικός και διηγηματογράφος.
Είναι γνωστός κυρίως για τα ημιαυτοβιογραφικά έργα του Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς και Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ, όπου περιέγραφε τη ζωή στα σταλινικά ειδικά στρατόπεδα εργασίας. Τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1970.
[...] Αυτοί οι κακούργοι ξέρουν πολύ καλά πως είναι κακούργοι και πως έχουν μαύρη ψυχή. Και να πώς συλλογίζονται: δεν μπορώ να ζήσω, αν δεν κάνω κακό. Θα βάλω τον πατέρα να φαγωθεί με τον αδελφό μου! Για να μεθύσω με τα μαρτύρια του θύματός μου!
Ο Ιάγος καταλαβαίνει πολύ καλά τους σκοπούς και τις παρορμήσεις του, καταλαβαίνει πως είναι μαύρες, γεννημένες από το μίσος του.
Όχι, αυτό δεν γίνεται στην πραγματικότητα. Για να κάνει το κακό ο άνθρωπος, πρέπει να το συνειδητοποιήσει πρώτα σαν καλό ή σαν μια λογική, νομοτελειακή ενέργεια Τέτοια είναι, ευτυχώς, η φύση του ανθρώπου, και γι αυτό προσπαθεί πάντα να δικαιώσει τις πράξεις του.
Οι δικαιολογίες του Μάκβεθ ήταν αδύναμες και τον συνέτριψε η συνείδησή του. Αλλά ο Ιάγος δεν ήταν παρά ένα αρνάκι. Η φαντασία και οι ψυχικές δυνάμεις των κακούργων του Σαίξπηρ εξαντλούνταν, όταν έφταναν μπροστά σε καμιά δεκαριά πτώματα. Από αυτούς έλειπε η ιδεολογία.
Η ιδεολογία! Αυτή δίνει την απαιτούμενη δικαίωση στο κακούργημα και την απαραίτητη μακρόχρονη σταθερότητα στον κακούργο. Αυτή είναι η κοινωνική θεωρία που κάνει τις πράξεις του να φαίνονται καλές τόσο στα δικά του μάτια όσο και στα μάτια των άλλων, έτσι ώστε να μην ακούει μομφές και κατάρες, αλλά επαίνους και εγκώμια. Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, οι ιεροεξεταστές ισχυρίζονταν ότι αποβλέπουν στην εδραίωση του χριστιανισμού, οι κατακτητές ότι θέλουν να μεγαλώσουν την πατρίδα τους, οι ναζί ότι περιφρουρούν τη φυλή τους και οι Ιακωβίνοι (οι παλαιότεροι και οι νεότεροι) ότι θέλουν να εξασφαλίσουν την ισότητα, την αδελφοσύνη και την ευτυχία των μελλοντικών γενεών.
Χάρη στην ιδεολογία φόρτωσαν στον εικοστό αιώνα κακουργήματα σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό δεν είναι δυνατό ούτε να το διαψεύσει κανείς. Πώς τολμούμε λοιπόν να επιμένουμε πως δεν υπάρχουν κακούργοι; Ποιός αφάνισε τότε αυτά τα εκατομμύρια. Χωρίς αυτούς τους κακούργους δεν θα υπήρχε το Αρχιπέλαγος.
Στην περίοδο 1918-1920 κυκλοφορούσε η φήμη πως η Τσεκά της Πετρούπολης και της Οδησσού δεν τουφέκιζε όλους τους θανατοποινίτες, αλλά μερικούς από αυτούς τους έριχνε (ζωντανούς) στα θηρία των ζωολογικών κήπων αυτών των πόλεων. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια ή ψέμα και αν υπήρχαν μερικές τέτοιες περιπτώσεις και πόσες. Μα ούτε και θα ψάξω για αποδείξεις : τους προτείνω μόνο, εφαρμόζοντας τη μέθοδο που συνηθίζουν τα "γαλάζια σιρίτια" , να αποδείξουν εκείνοι πως αυτό ήταν αδύνατο. Πού θα έβρισκαν όμως στην πείνα εκείνων των χρόνων τροφή για τα θηρία των ζωολογικών κήπων; Θα την αφαιρούσαν από την εργατική τάξη; Αυτοί οι εχθροί έτσι κι αλλιώς έμελλε να πεθάνουν, γιατί λοιπόν να μη συντελούσαν, πεθαίνοντας, στη διατήρηση των ζωολογικών κήπων της Δημοκρατίας, βοηθώντας έτσι την πορεία μας προς το μέλλον; Μήπως αυτό δεν ήταν σκόπιμο;
Αυτή τη διαχωριστική γραμμή δεν τολμάει να την πατήσει κανένας ήρωας του Σαίξπηρ, ενώ ο κακούργος που έχει ιδεολογία την πατάει και τα μάτια του παραμένουν καθαρά.
Η φυσική γνωρίζει αρκετά μεγέθη ή φαινόμενα, τα οποία δεν υπάρχουν καθόλου πριν διασχίσουμε κάποιο όριο, που η φύση το ξέρει και το έχει κρυπτογραφημένο. Όσο και να φωτίσεις με κίτρινο φως ένα δείγμα λιθίου, δεν εκπέμπει τα ηλεκτρόνιά του, μόλις όμως ανάψει ένα αδύνατο γαλαζωπό φωτάκι, τα εκπέμπει! Ψυχραίνουμε το οξυγόνο στους εκατό βαθμούς υπό το μηδέν, το πιέζουμε με όση πίεση θέλουμε, αλλά αυτό ανθίσταται, παραμένει αέριο. Μόλις όμως η θερμοκρασία του φτάσει στους εκατόν δέκα οκτώ βαθμούς υπό το μηδέν, μετατρέπεται σε υγρό.
Όπως φαίνεται υπάρχει και στα κακουργήματα ένα οριακό μέγεθος. Ναι, ο άνθρωπος ταλαντεύεται, παραδέρνει σε όλη του τη ζωή ανάμεσα στο κακό και στο καλό, γλιστράει, γκρεμίζεται, σκαρφαλώνει, μετανιώνει, ξαναγλιστράει, αλλά ώσπου να διασχίσει το όριο του κακουργήματος, έχει ακόμα τη δυνατότητα να επιστρέψει και δεν βγαίνει ακόμα από την περιοχή των ελπίδων μας. Αν όμως με την συχνότητα των αδικημάτων του ή με το μέγεθός τους ή με την απόλυτη εξουσία του, ξεπεράσει ξαφνικά το όριο, τότε παύει πια να είναι άνθρωπος και ίσως ανεπανόρθωτα.
(απόσπασμα από το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, σελ. 193-195)
Ο Ιάγος καταλαβαίνει πολύ καλά τους σκοπούς και τις παρορμήσεις του, καταλαβαίνει πως είναι μαύρες, γεννημένες από το μίσος του.
Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ κυκλοφορεί στα ελληνικά από εκδ. Πάπυρος, Δεκ. 2011, μετ. Σίνου Κύρα |
Οι δικαιολογίες του Μάκβεθ ήταν αδύναμες και τον συνέτριψε η συνείδησή του. Αλλά ο Ιάγος δεν ήταν παρά ένα αρνάκι. Η φαντασία και οι ψυχικές δυνάμεις των κακούργων του Σαίξπηρ εξαντλούνταν, όταν έφταναν μπροστά σε καμιά δεκαριά πτώματα. Από αυτούς έλειπε η ιδεολογία.
Η ιδεολογία! Αυτή δίνει την απαιτούμενη δικαίωση στο κακούργημα και την απαραίτητη μακρόχρονη σταθερότητα στον κακούργο. Αυτή είναι η κοινωνική θεωρία που κάνει τις πράξεις του να φαίνονται καλές τόσο στα δικά του μάτια όσο και στα μάτια των άλλων, έτσι ώστε να μην ακούει μομφές και κατάρες, αλλά επαίνους και εγκώμια. Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, οι ιεροεξεταστές ισχυρίζονταν ότι αποβλέπουν στην εδραίωση του χριστιανισμού, οι κατακτητές ότι θέλουν να μεγαλώσουν την πατρίδα τους, οι ναζί ότι περιφρουρούν τη φυλή τους και οι Ιακωβίνοι (οι παλαιότεροι και οι νεότεροι) ότι θέλουν να εξασφαλίσουν την ισότητα, την αδελφοσύνη και την ευτυχία των μελλοντικών γενεών.
Χάρη στην ιδεολογία φόρτωσαν στον εικοστό αιώνα κακουργήματα σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό δεν είναι δυνατό ούτε να το διαψεύσει κανείς. Πώς τολμούμε λοιπόν να επιμένουμε πως δεν υπάρχουν κακούργοι; Ποιός αφάνισε τότε αυτά τα εκατομμύρια. Χωρίς αυτούς τους κακούργους δεν θα υπήρχε το Αρχιπέλαγος.
Στην περίοδο 1918-1920 κυκλοφορούσε η φήμη πως η Τσεκά της Πετρούπολης και της Οδησσού δεν τουφέκιζε όλους τους θανατοποινίτες, αλλά μερικούς από αυτούς τους έριχνε (ζωντανούς) στα θηρία των ζωολογικών κήπων αυτών των πόλεων. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια ή ψέμα και αν υπήρχαν μερικές τέτοιες περιπτώσεις και πόσες. Μα ούτε και θα ψάξω για αποδείξεις : τους προτείνω μόνο, εφαρμόζοντας τη μέθοδο που συνηθίζουν τα "γαλάζια σιρίτια" , να αποδείξουν εκείνοι πως αυτό ήταν αδύνατο. Πού θα έβρισκαν όμως στην πείνα εκείνων των χρόνων τροφή για τα θηρία των ζωολογικών κήπων; Θα την αφαιρούσαν από την εργατική τάξη; Αυτοί οι εχθροί έτσι κι αλλιώς έμελλε να πεθάνουν, γιατί λοιπόν να μη συντελούσαν, πεθαίνοντας, στη διατήρηση των ζωολογικών κήπων της Δημοκρατίας, βοηθώντας έτσι την πορεία μας προς το μέλλον; Μήπως αυτό δεν ήταν σκόπιμο;
Αυτή τη διαχωριστική γραμμή δεν τολμάει να την πατήσει κανένας ήρωας του Σαίξπηρ, ενώ ο κακούργος που έχει ιδεολογία την πατάει και τα μάτια του παραμένουν καθαρά.
Η φυσική γνωρίζει αρκετά μεγέθη ή φαινόμενα, τα οποία δεν υπάρχουν καθόλου πριν διασχίσουμε κάποιο όριο, που η φύση το ξέρει και το έχει κρυπτογραφημένο. Όσο και να φωτίσεις με κίτρινο φως ένα δείγμα λιθίου, δεν εκπέμπει τα ηλεκτρόνιά του, μόλις όμως ανάψει ένα αδύνατο γαλαζωπό φωτάκι, τα εκπέμπει! Ψυχραίνουμε το οξυγόνο στους εκατό βαθμούς υπό το μηδέν, το πιέζουμε με όση πίεση θέλουμε, αλλά αυτό ανθίσταται, παραμένει αέριο. Μόλις όμως η θερμοκρασία του φτάσει στους εκατόν δέκα οκτώ βαθμούς υπό το μηδέν, μετατρέπεται σε υγρό.
Όπως φαίνεται υπάρχει και στα κακουργήματα ένα οριακό μέγεθος. Ναι, ο άνθρωπος ταλαντεύεται, παραδέρνει σε όλη του τη ζωή ανάμεσα στο κακό και στο καλό, γλιστράει, γκρεμίζεται, σκαρφαλώνει, μετανιώνει, ξαναγλιστράει, αλλά ώσπου να διασχίσει το όριο του κακουργήματος, έχει ακόμα τη δυνατότητα να επιστρέψει και δεν βγαίνει ακόμα από την περιοχή των ελπίδων μας. Αν όμως με την συχνότητα των αδικημάτων του ή με το μέγεθός τους ή με την απόλυτη εξουσία του, ξεπεράσει ξαφνικά το όριο, τότε παύει πια να είναι άνθρωπος και ίσως ανεπανόρθωτα.
(απόσπασμα από το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, σελ. 193-195)
ευχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίστε εξαιρετικά ευγενής άνθρωπος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛέγοντας "ευγενής" δεν εννοώ ότι έχετε "καλούς τρόπους" (αν κι αυτό ακόμα δεν είναι διόλου αμελητέο ιδίως στο χώρο του διαδικτύου). Εικάζω γιατί δεν σας γνωρίζω, ότι η ευγένειά σας είναι ουσιαστική. Με αυτό εννοώ ότι ο πραγματικά ευγενής άνθρωπος είναι αυτός που ενώ έπαθε πολλά, είναι πολύπαθος, άρθηκε μέσα από την πολυπάθειά του στην αθωότητα.
Ευχαριστώ, λοιπόν κι εγώ με την σειρά μου.