Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Σβετλάνα Αλεξίεβιτς: Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος


Μια ιστορία που δεν γράφτηκε ποτέ
Γιατί δεν μιλήσαμε, ενώ γνωρίζαμε; Γιατί δε βγήκαμε στους δρόμους να βροντοφωνάξουμε την αλήθεια; Γράψαμε αναφορές και υπομνήματα αλλά τελικά μείναμε  σιωπηλοί και ακολουθούσαμε τις οδηγίες γιατί δεσμευόμασταν όλοι από την πειθαρχία του Κόμματος. Γιατί ήμασταν κομμουνιστές. Δεν θυμάμαι ούτε έναν από τους υπαλλήλους ν’ αρνήθηκε να εργαστεί στην απαγορευμένη ζώνη. Από βαθιά πίστη σε μια όμορφη και δίκαιη κοινωνία, την κοινωνία των Σοβιέτ. Για πολλούς η κατάρρευση αυτής της πίστης συνοδεύτηκε από καρδιακές ανακοπές και αυτοκτονίες. Γιατί, όταν χάσεις την πίστη, δεν είσαι πια συμμέτοχος σ’ ένα όνειρο, αλλά συνεργός σ’ ένα έγκλημα. [σ. 234]
Τα λόγια του πρώην αρχιμηχανικού του Ινστιτούτου Πυρηνικής Ενέργειας της Ακαδημίας Επιστημών της Λευκορωσίας δεν αποτελούν παρά μια μικρή ψηφίδα στο δύσκολο έργο της ανασύνθεσης «μιας Ιστορίας που δεν γράφτηκε ποτέ». Αυτός ήταν ο εναλλακτικός τίτλος ενός βιβλίου με τις αφηγήσεις εκείνων που την έζησαν από κάθε θέση. Αυτή η κατεξοχήν λογοτέχνης της μαρτυρίας γνωρίζει καλά ότι πρόκειται για τους μόνους αφηγητές που μπορούν να ανασυνθέσουν μια πραγματικότητα και να την αναπαραστήσουν όπως οι τεχνίτες του λόγου. Άλλωστε υπήρξε και η ίδια μάρτυρας των γεγονότων, καθώς ζούσε κι εξακολουθεί να ζει στην γη του Τσέρνομπιλ, στην Λευκορωσία που στη συνείδηση του κόσμου έχει κατοχυρωθεί σαν ένα εργαστήριο πειραμάτων· στα δέκα εκατομμύρια των Λευκορώσων πάνω από δυο εκατομμύρια ζουν σε μολυσμένες περιοχές.
Στον τραγικό «χορό» των συνομιλητών περιλαμβάνονται πρώην και νυν κάτοικοι της απαγορευμένης ζώνης, εκκαθαριστές (όπως ονόμαζαν τους πολίτες ή τους αστυνομικούς στους οποίους είχε ανατεθεί η «εκκαθάριση» των συνεπειών του ατυχήματος), στρατιώτες, πολιτικοί, κομματικοί, χειριστές μετρητών ραδιενέργειας, εργαζόμενοι στον πυρηνικό σταθμό, επιστήμονες, γιατροί, εργάτες. Το ταξίδι αυτής της σπαρακτικής διαλεκτικής κράτησε τρία περίπου χρόνια. Θα εστιάσω όχι τόσο στα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά όσο στις βαθύτερες συγκλονιστικές πλευρές εκείνης της αδιανόητης καταστροφής έτσι όπως εκφράζονται από τους συνομιλητές τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.


Ένα πρώτο στοιχείο που κατακλύζει τις πρώτες μνήμες είναι η συνύπαρξη της άγνοιας και της μυστικοπάθειας. Στην αρχή κανείς δεν πήρε το γεγονός στα σοβαρά: κανείς δεν γνώριζε από τι έπρεπε να φυλάγεται και οι αξιωματικοί δεν ήξεραν τι να απαντήσουν στις ερωτήσεις των πολιτών, καθώς ποτέ τους δεν είχαν διδαχθεί κάτι παρόμοιο στην στρατιωτική σχολή. Οι ίδιοι υποχρεούνταν να δρουν ως στρατιώτες και να σιωπούν. Τις πρώτες μέρες όλα τα βιβλία σχετικά με την ραδιενέργεια αλλά και τα παλαιότερα, για την ατομική βόμβα, ακόμα και για το έργο του Ρέντγκεν, εξαφανίστηκαν από τις βιβλιοθήκες. Δεν υπήρχαν ιατρικές συστάσεις, οδηγίες ή οποιαδήποτε πληροφορία. Όσοι έμαθαν για το ιώδιο, έσπευδαν να το προμηθευτούν, κάνοντας ολόκληρες ουρές στα φαρμακεία. Ορισμένοι το έπιναν με καθαρό αλκοόλ και τους μετέφεραν στα επείγοντα.
Δεν είχαμε διανοηθεί ότι ο θάνατος θα μπορούσε να έχει τόσο όμορφη όψη. Το βράδυ του Σαββάτου, σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες μετά την έκρηξη, όλοι βγήκαν στα μπαλκόνια να θαυμάσουν την φωσφορίζουσα φλόγα που συνέχιζε να βγαίνει από τον αντιδραστήρα. Όσοι δεν είχαν μπαλκόνι πήγαιναν στους γείτονες. Οι γονείς σήκωναν τα παιδιά τους να την δουν για να την θυμούνται όταν μεγαλώσουν. Πολλοί έκαναν δεκάδες χιλιόμετρα με το μηχανάκι ή το αυτοκίνητο για να θαυμάσουν το θέαμα. Το επόμενο πρωί όλα είχαν αλλάξει για πάντα. Οι δρόμοι γέμισαν στρατιώτες με αντιασφυξιογόνες μάσκες, το μεσημέρι διατάχτηκε η εκκένωση. Το ραδιόφωνο μετέδιδε ότι η πόλη θα εκκενωνόταν λίγες ημέρες κι ότι οι κάτοικοι έπρεπε να πάρουν μαζί τους μόνο τα στοιχειώδη. Δεν επέστρεψαν ποτέ
Πολλοί πολίτες κλήθηκαν να παρουσιαστούν, συχνά σε πόστα απολύτως άσχετα με την ιδιότητά τους. Οι ειδικευμένοι της πρώτης γραμμής εκτέθηκαν στον μεγαλύτερο κίνδυνο. Οι πιλότοι των ελικοπτέρων πετούσαν πάνω από τον αντιδραστήρα για την ρίψη της απαραίτητης άμμου, ώστε να εμποδιστεί μια δεύτερη έκρηξη· έβγαζαν το κεφάλι τους έξω από το πιλοτήριο και εστίαζαν. Εκατοντάδες ανθρακωρύχοι έσκαβαν ένα τούνελ μέρα και νύχτα κάτω από τον αντιδραστήρα για να τοποθετήσουν ένα μεγάλο ψυγείο και να παγώσουν το υπέδαφος. Εργάζονταν επί ένα μήνα αλλά τελικά ο αντιδραστήρας πάγωσε χωρίς αυτό. Αμέτρητοι άλλοι άντρες επιφορτισμένοι με τον καθαρισμό της γης εργάζονταν σε δωδεκάωρες βάρδιες διαμένοντας σε σκηνές μέσα στο δάσος ή σε καταυλισμό.
Σήμερα στο διαδίκτυο μπορεί να δει κανείς την επιχείρηση καθαρισμού της οροφής του αντιδραστήρα. Τα τηλεκατευθυνόμενα ρομπότ δεν υπάκουαν στις εντολές, καθώς τα ηλεκτρονικά τους συστήματα είχαν καταστραφεί από την ραδιενέργεια. Έτσι τα μόνα αξιόπιστα ρομπότ πλέον ήταν οι στρατιώτες (τα «πράσινα ρομπότ» ή «βιο-ρομπότ»), που φορούσαν ποδιές μόλυβδου αλλά τα πόδια τους ήταν απροστάτευτα. Φτυάριζαν τα ραδιενεργά  καύσιμα και τον γραφίτη· είκοσι με τριάντα δευτερόλεπτα να τα φορτώσουν στο καροτσάκι κι άλλα τόσα για να τα πετάξουν μέσα στον αντιδραστήρα. Μετά έπρεπε να φύγουν τρέχοντας, να μην υπερβούν το ανώτατο χρονικό όριο επικινδυνότητας. Κάποιος είχε παθιαστεί και δεν έφευγε, όσο κι αν του φώναζαν οι άλλοι· σήμερα είναι ανάπηρος πρώτου βαθμού, όπως πολλοί από τους συνομιλητές. Στην έξοδο τους περίμενε ένα τιμητικό δίπλωμα.
Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει την μοίρα των ζώων που περίμεναν καρτερικά τα αφεντικά τους κι έτρεχαν χαρούμενα προς το μέρος των καθαριστών, αλλά εκείνοι έπρεπε να τους σκοτώσουν. Σταδιακά άρχισαν να πυροβολούν από απόσταση, για να μη βλέπουν την αγωνία στα μάτια του ζώου. Όλοι ομολογούν ότι οι τύψεις τους καταδιώκουν για πάντα. Τα «κόκκινα» δάση στην ευρύτερη περιοχή αποτελούν πλέον ολόκληρες περιοχές ταφής δέντρων, μετάλλων, σωλήνων, ρούχων, οχημάτων, αντικειμένων. Πολλές άλλες ανάλογες περιοχές βρίσκονται μόνο στα χαρτιά. Τα πάντα κλάπηκαν, πουλήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν για ανταλλακτικά από τα κολχόζ.
Το μεγαλύτερο ψέμα στην απαγορευμένη ζώνη ήταν και το πιο πειστικό: το καλύτερο αντίδοτο για το στρόντιο και το καίσιο είναι η βότκα. Η μέθη υπήρξε η διαφυγή για όσους κλήθηκαν να εργαστούν στις μολυσμένες περιοχές. Ο γραμματέας μιας τοπικής επιτροπής του Κόμματος τους υποσχέθηκε έναν επίγειο παράδεισο, αρκεί να μείνουν να δουλέψουν. Τα μαγαζιά γέμισαν με τα καλύτερα προϊόντα, που μέχρι τότε βρίσκονταν μόνο στις καντίνες του Κόμματος: βότκα, λουκάνικα, καλσόν εισαγωγής. Φυσικά σύντομα κι αυτά τα προϊόντα άρχισαν να βγαίνουν από την ζώνη για να μοσχοπουληθούν οπουδήποτε αλλού.
Αν δεν μεθούσαμε δεν θ’ αντέχαμε αυτή την παράνοια. Πιάναμε φιλοσοφικές συζητήσεις… Ότι δηλαδή είμαστε παγιδευμένοι από τον υλισμό μας και ότι αυτός ο υλισμός μας περιόριζε στον κόσμο των αντικειμένων. Κι ότι το Τσέρνομπιλ ουσιαστικά άνοιγε τον δρόμο προς το άπειρο. Θυμάμαι ακόμη συζητήσεις για την τύχη της ρωσικής κουλτούρας, για την ροπή της προς την τραγικότητα. Λέγαμε πως χωρίς τη σκιά του θανάτου, τίποτε δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί πραγματικά κι ότι η καταστροφή θα μπορούσε να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από τη σκοπιά της ρωσικής ιδιοσυγκρασίας. [σ. 268]
Όσοι πρωτομπήκαν στην απαγορευμένη ζώνη ακόμα θυμούνται μια πρωτόγνωρη, θανατηφόρα αίσθηση. Σφραγισμένα σπίτια, παρατημένα μηχανήματα των κολχόζ, σκορπισμένες κάρτες μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος, απλωμένα ρούχα, επιγραφές όπως «συγχώρεσέ μας, σπίτι μας» ή «μη σκοτώσετε τον σκύλο μου». Η δουλειά τους ήταν να μην επιτρέπουν στους ντόπιους να επιστρέφουν στα εκκενωμένα χωριά. Στα μέρη που δεν εκκενώθηκαν η εικόνα ήταν απολύτως σουρεαλιστική: από την μία οι στρατιώτες και τα φυλάκια, κι από την άλλη οι αγελάδες που έβοσκαν και οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές που θέριζαν, σα να μην έχει συμβεί τίποτα.
Σύντομα άρχισαν οι ξαφνικοί, «απροειδοποίητοι» θάνατοι. Πολλά παιδιά ανέπτυξαν δυσπλασίες, απλασίες και διάφορες εκ γενετής παθολογίες· άλλα άρχισαν να μεγαλώνουν αργά, να αδυνατούν να επαναλάβουν μια φράση που ειπώθηκε στην τάξη, πόσο μάλλον να απομνημονεύσουν οτιδήποτε. Συχνά οι ίδιοι οι σύζυγοι δυσκολεύονταν να παραδεχτούν ο ένας στον άλλον πως δεν έχουν δυνάμεις, πως χάνουν σιγά σιγά τον έλεγχο των ποδιών τους. Τα «παιδιά του Τσέρνομπιλ» είναι μελαγχολικά και δεν γελούνε. Συχνά δυσκολεύονται να κρατηθούν ξύπνια για πολλή ώρα και καταρρέουν ακόμα και μέσα στην σχολική αίθουσα. Μια από τις σχετικές τραγικές ιστορίες εδώ αφορά μια μητέρα που καθημερινά πασχίζει να κρατά ανοιχτά τα μάτια του γιου της. Όχι μόνο επειδή διαρκώς διολισθαίνει στον ύπνο αλλά επειδή φοβάται πως δεν θα της ξυπνήσει. Αρτιόμκα, άνοιξε τα ματάκια σου… Δεν θα τον αφήσω να πεθάνει.
Μια γυναίκα είναι βέβαιη πως αν έδειχνε η τηλεόραση το παιδί της καμία γυναίκα από όλη την περιοχή δεν θα ήθελε πια να αποκτήσει παιδιά. Και αναρωτιέται πώς θα μπορούσε πλέον να ξανακάνει έρωτα μετά από αυτό. Ζητούν την κόρη της για πειραματόζωο και είναι έτοιμη να δεχτεί, αρκεί να της υποσχεθούν ότι θα την βοηθήσουν να ζήσει. Μεθαύριο που θα την ρωτήσει γιατί δεν την ερωτεύεται κανείς, τι θα απαντήσει; Οικογένειες ζουν χρόνια μέσα στο νοσοκομείο, τα παιδιά παίζουν τις νοσοκόμες. Οι γιατροί δεν παρέδιδαν τις ιατρικές εξετάσεις ενώ οι καρτέλες όλων είχαν την ίδια ένδειξη, μια μέση δόση ραδιενέργειας. Οι αρμόδιοι αντιμετώπιζαν ειρωνικά όσους ζητούσαν επίδομα ως θύματα του Τσέρνομπιλ, λέγοντας ότι το έκαναν για τα λεφτά. Τα πρώτα χρόνια η ίδια η ιατρική κοινότητα θεωρούσε όλες τις ασθένειες συνηθισμένες, εφόσον δεν υπήρχε προγενέστερη καταγραφή τους. Μόνο μετά από δεκαετίες και με αρκετά στοιχεία θα ήταν σε θέση να τις συνδέσουν άμεσα με την ραδιενέργεια.
Οι πολίτες βασίζονταν στις διαβεβαιώσεις για τον παντοδύναμο και ανίκητο στρατό. Οι εφημερίδες που τους μοίραζαν είχαν τίτλους όπως Τσέρνομπιλ – ένας κόσμος ηρώων. Ο αντιδραστήρας νικήθηκε. Η ζωή συνεχίζεται. Οι άνθρωποι τους Κόμματος τους εμψύχωναν, δεν σταματούσαν να τους λένε πως πρέπει να νικήσουν. Τι να νικήσουμε; Το άτομο; Την φυσική; Το διάστημα; Φαίνεται πως η χώρα είχε ανάγκη από ένα πεδίο δράσης για να επιδείξει τον ρωσικό ηρωισμό. Η κόκκινη σημαία έπρεπε να ανεμίσει πάνω στον ίδιο τον αντιδραστήρα, όπως και έγινε. Η ραδιενέργεια την έκανε κουρέλι αλλά την άλλαζαν ξανά και ξανά. Γνώριζαν οι επιφορτισμένοι στρατιώτες ότι ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο;
Το Τσέρνομπιλ έγινε ζήτημα τιμής, «μια αποστολή για αληθινούς άντρες». Ένας δάσκαλος εξιστορεί ότι η αίσθηση του καθήκοντος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ρωσικής ιδιοσυγκρασίας τους: «Να δίνεις το παρόν εκεί όπου υπάρχει κίνδυνος, να υπερασπίζεσαι την πατρίδα». Πράγματι, οι περισσότεροι είχαν την αίσθηση πως κάνουν κάτι ηρωικό· θεωρούσαν πως ήταν μια δουλειά για αληθινούς άντρες, ένας άλλου είδους πόλεμος όπου είχαν την ευκαιρία να δείξουν τον ηρωισμό τους. Τους περίμενε άλλωστε τιμητικό δίπλωμα και μετάλλιο. Σε κάθε περίπτωση θα πληρώνονταν πολύ καλά. Άλλοι το αντιμετώπιζαν σαν μια απλή υπηρεσία ρουτίνας.
Άλλοι παραδέχονται πως δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Ήταν μέλη του Κόμματος και δεν γινόταν να μην υπακούσουν· θα θεωρούνταν ακόμα και λιποτάκτες. Όσοι αρνούνταν την εντεταλμένη υπηρεσία, όφειλαν να καταθέσουν τις κομματικές τους ταυτότητες. Κανείς δεν αμφέβαλλε πως θα μπορούσαν να τους φυλακίσουν για άρνηση εκτέλεσης καθήκοντος. Όλοι υπέγραψαν έγγραφο σύμφωνα με το οποίο δεσμεύονταν να μην μιλήσουν σε κανέναν. Κάθε βδομάδα απένειμαν τιμητικό δίπλωμα στον πιο παραγωγικό εργάτη. Ο καλύτερος σκαφτιάς της Σοβιετικής Ένωσης! Τι τιμή! Τι παράνοια! [σ. 228]
Υπάρχει όμως και μια πεζή, απομυθοποιητική οπτική· όπως λέει ένας εργάτης: «Δεν είδα κανέναν ήρωα εκεί. Είδα τρελούς και άμυαλους που δεν νοιάζονταν για την ζωή τους που δεν μπήκαν καν στον κόπο να σκεφτούν τους κινδύνους. Πολλοί ήθελαν να αποκτήσουν ένα πολυπόθητο διαμέρισμα ή ένα αυτοκίνητο». Δεν υπήρχε, λένε, πνεύμα αυτοθυσίας αλλά η ανύπαρκτη εκτίμηση των ανθρώπων για την ζωή τους.  Σε αυτό τον «ανατολίτικο μοιρολατρισμό» ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται πως δεν θα έχει την ευκαιρία να ξαναζήσει· νιώθει κομπάρσος και ποθεί έναν ρόλο, ένα νόημα στην ζωή του. Κι η προπαγάνδα προτείνει το θάνατο ως το καταλληλότερο μέσο. Μας έμαθαν να είμαστε διαρκώς στρατιώτες έτοιμοι για πόλεμο, για το αδύνατο.
Σε αυτή την «σλάβικη ιδιοσυγκρασία», υπάρχει περισσότερη πίστη σε κάποιο τυχερό αστέρι ή στην αυτόματη τακτοποίηση των πραγμάτων παρά στον ορθολογισμό.  Ίσως πάλι ακριβώς αυτή η πίστη να πήγαζε από το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί είχαν κερδίσει έναν τόσο φοβερό παγκόσμιο πόλεμο. Ίσως πάλι υπήρχε η τυφλή εμπιστοσύνη στις αρχές. Εφόσον δεν ανακοίνωνε τίποτα το ραδιόφωνο ή η τηλεόραση, όλα ήταν υπό έλεγχο. Κι έτσι το Σάββατο 26 Απριλίου οι μεγάλοι πήγαν στις δουλειές τους και τα παιδιά στο σχολείο, ενώ το πρωινό της Κυριακής 27 Απριλίου όλοι απολάμβαναν την ηλιόλουστη βόλτα τους. Πολλοί έκαναν μπάνιο και λιαζόταν στις όχθες του ποταμού Πριπιάτ ενώ στο βάθος ο αντιδραστήρας είχε σύννεφα καπνού.
Είναι φανερό ότι οι αρχές δεν ήθελαν να δημιουργηθεί πανικός, να φύγει ο κόσμος και να εγκαταλειφθεί η γη. Ακόμα και αργότερα, στα εκκενωμένα χωριά έφερναν τους κατοίκους για να τελειώσουν τις δουλειές στα χωράφια και να μαζέψουν τις πατάτες. Στα γραφεία των κολχόζ υπήρχαν ανακοινώσεις υπογεγραμμένες από ραδιολόγους σύμφωνα με τις οποίες όλοι μπορούσαν να καταναλώσουν ελεύθερα οτιδήποτε φύτρωνε. Για να κρατηθεί το πρόγραμμα παραγωγής κρέατος τα μοσχάρια από τις μολυσμένες περιοχές πωλούνταν σε χαμηλότερη τιμή ή χρησιμοποιούνταν για πατέ και λουκάνικα. Τα ζώα από τις μολυσμένες περιοχές ήταν βολικά: έτρωγαν τα πάντα, ακόμα και σφουγγάρια ή χαρτιά. Ο κόσμος συνέχισε να δουλεύει στα χωράφια, να κάνει ετοιμασίες για το Πάσχα. Δεν είχαν καμία οδηγία παρά να δώσουν όπως πάντα τις αναφορές τους για την εξέλιξη της σποράς στα χωράφια.
Οι ίδιοι οι πολιτικοί ένοιωθαν τον φόβο της κατηγορίας για ανυπακοή. Οι περισσότεροι φοβούνταν την οργή των ανωτέρων τους από την ίδια την ραδιενέργεια. Όφειλαν να ακολουθήσουν κατά γράμμα τις οδηγίες, προσέχοντας να μην μπλέκεται το όνομά τους, διαφορετικά δεν θα κέρδιζαν την πολυπόθητη προαγωγή ή την ντάτσα. Κανείς δεν τολμούσε να ακυρώσει την Γιορτή της Πρωτομαγιάς. Το Τσέρνομπιλ μετατράπηκε σε πολιτική υπόθεση. Η επιστήμη και η ιατρική υποτάσσονταν στην πολιτική. Τα πάντα που αφορούσαν το ατύχημα ήταν ήδη διαβαθμισμένα. Μια παραμικρή τηλεφωνική αναφορά οδηγούσε σε διακοπή της επικοινωνίας. Ακόμα και οι πλέον στοιχειώδεις επιταγές τους όπως η άμεση προληπτική θεραπεία του πληθυσμού με ιώδιο ή η απομάκρυνση ανθρώπων και ζώων σε ακτίνα εκατό χιλιομέτρων δεν έγιναν δεκτές. Ο κόσμος είχε αρχίσει να ανησυχεί μετά από μια δημόσια παρέμβαση του Λευκορώσου συγγραφέα Άλες Αντάμοβις στη Μόσχα, ο οποίος έκρουσε για πρώτη φορά τον κώδωνα του κινδύνου και φυσικά μισήθηκε. Στις κομματικές επιτροπές κατηγορούσαν τους «άσχετους γραφιάδες» που ανακατεύονται ενώ υπάρχουν σαφείς οδηγίες.
Η άγνοια αφορούσε και την ίδια την πυρηνική ενέργεια, που ο κόσμος αποκαλούσε «ειρηνικό εργάτη». Όλοι ένοιωθαν περήφανοι που ζούσαν στην εποχή του ατόμου κι ήταν βέβαιοι ότι στους πυρηνικούς αντιδραστήρες χτυπά η καρδιά του μέλλοντος, ότι επρόκειτο για μαγικά εργοστάσια που παράγουν ενέργεια απ’ το τίποτα. Στο εσωτερικό τους εργάτες με λευκές ποδιές απλώς πατούν κάποια κουμπιά. Οι γνώσεις για την ραδιενέργεια περιορίζονταν στα μαθήματα της πολιτοφυλακής και ολόκληρες γενιές μεγάλωσαν με την ιδέα ότι ήταν το ίδιο ασφαλής όσο η τύρφη και το κάρβουνο.
Η βαθύτερη ανάγκη των μαρτύρων (και με τις δυο σημασίες) είναι η ίδια η κατανόηση όσων συνέβησαν. Ομολογούν ότι δεν γνωρίζουν πώς να χειριστούν αυτόν τον τρόμο, γιατί απλούστατα δεν συγκρίνεται με οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη εμπειρία της ανθρώπινης ιστορίας. Η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει την φαντασία και το γεγονός παραμένει πάνω από κάθε φιλοσοφικό σχολιασμό. Κάποιος θυμάται τον περίφημο Ρώσο συγγραφέα Λεονίντ Αντρέγιεφ και την παραβολή του για τον Λάζαρο, «αυτόν που είδε πέρα από τα όρια του επιτρεπτού». Πολλοί αδυνατούν ακόμα και να περιγράψουν τι είδαν και τι ένοιωσαν.
Ο θάνατος στον πόλεμο είχε μια «λογική», που εδώ ήταν ανύπαρκτη. Πώς να αντιληφθεί κανείς ότι τα ίδια τα αντικείμενα έκρυβαν μια απειλή και μπορούσαν να τους σκοτώσουν, ακόμα και η κηλίδα στην κουβέρτα ή η λάμψη στο χορτάρι; Οι άνθρωποι άρχισαν να σιχαίνονται τα δέντρα, να φοβούνται τα λουλούδια. Το έδαφος ακτινοβολούσε, τα φαγητά προκαλούσαν ανησυχία, η ίδια η σκόνη δεν ήταν απλά ένας κουρνιαχτός αλλά ραδιενεργή τέφρα. Για δεκαετίες κατασκεύαζαν καταφύγια για να κρυφτούν από την ραδιενέργεια σαν να επρόκειτο για κάποια οβίδα. Η ραδιενέργεια όμως είναι παντού, στο ψωμί, στο αλάτι, στον αέρα που αναπνέουν. Πώς να ζήσεις όταν τα πάντα είναι δηλητηριασμένα;
Ένας διαφορετικός φόβος. Δεν μπορείς να τον ακούσεις, να τον δεις, δεν έχει χρώμα, ούτε μυρωδιά, κι όμως μας μεταλλάσσει σωματικά και ψυχικά. Αλλάζει το αίμα μας, τον γενετικό μας κώδικα, το τοπίο γύρω μας. Αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, που αγαπάμε. [σ. 275]. / Κάτι απολύτως άγνωστο σε μένα, σκαρφαλώνει και τρυπώνει μέσα μου, καταστρέφοντας το παρελθόν μου. Δεν υπάρχει τρόπος να το κατανοήσει κανείς. Προσπαθούμε μονάχα να επινοήσουμε κάτι που μοιάζει με την αληθινή ζωή. [σ. 186]
Πώς ζούνε σήμερα όλοι αυτοί οι μάρτυρες;  Πολλοί συνομιλητές αρνήθηκαν να αποχωρήσουν παρά τις σχετικές διαταγές και παραμένουν μέχρι σήμερα στην μολυσμένη γη. Όταν ήρθαν τα λεωφορεία έσπευσαν να κρυφτούν στο δάσος, μαζί με τις αγελάδες τους. Ολόκληρος πόλεμος δεν τους έδιωξε από τα μέρη τους, πώς είναι δυνατόν να το κάνει μια ραδιενέργεια; Δεν έχουν ηλεκτρικό, ιατρείο ή καταστήματα, αλλά επέλεξαν να ζουν στον τόπο τους, κι ας περπατούν δεκάδες χιλιόμετρα για τα στοιχειώδη. Όλοι έφτιαξαν ξανά με τα χέρια τους όσα έκλεψαν οι πλιατσικολόγοι. Μπορεί να μην έχουν πια κολχόζ αλλά έχουν «κομμούνα». Εδώ είναι ο κομμουνισμός, δηλώνουν, εδώ ζούμε σαν αδέλφια.Αδιαφορούν για το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο αλλά ενθουσιάζονται με την επιστροφή των πελαργών και των σκαθαριών. Συχνά φτάνουν κι άλλοι σ’ αυτά τα μέρη, για να φύγουν από τους ανθρώπους, από τον νόμο, για να ζήσουν ελεύθεροι.
Μια κάτοικος της απαγορευμένης ζώνης που ζει μόνη της εδώ και επτά χρόνια μονολογεί πως αρχικά περίμενε την επιστροφή τους ενώ τώρα δεν περιμένει παρά τον θάνατο. Αρχικά έβλεπε το καίσιο να λαμπυρίζει στον κήπο της αλλά αδυνατούσε να δεχτεί ότι πρέπει να πλένει τα κούτσουρα κι ότι η ραδιενέργεια είχε εισχωρήσει στις ντουλάπες και στα μπαούλα. Τώρα ζει σε μια τεράστια σιωπή, που διακόπτουν κάθε τόσο οι αστυνομικοί που φέρνουν ψωμί, οι κλέφτες ή οι έμποροι. Κι ακόμα νομίζει πως ακούει την φωνή της γειτόνισσας.
Για όλους εμάς δεν θα υπάρξει άλλος κόσμος. Καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει διαφυγή. Έχουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα του κόσμου. Η μοναδική μας σταθερή αναφορά είναι ο ανθρώπινος πόνος. Το ανεκτίμητο κεφάλαιό μας. [σ. 203]
Κάποιοι παραμένουν πεισματικά σε μια ιστορία που είναι η ιστορία της ζωής τους. Ο αντιπρόεδρος του λευκορωσικού συλλόγου Η ασπίδα του Τσερνομπίλ ομολογεί την αμφιθυμία του: συνεχίζει να συλλέγει αντικείμενα για ένα μουσείο αλλά συχνά αναρωτιέται πώς τα αντέχει όλα αυτά και σκέφτεται να παρατήσει και να φύγει. Ο κόσμος προσέρχεται σε αυτά τα μέρη σαν να επισκέπτεται μουσείο. «Θαυμάζουν τα μετάλλια και τα διπλώματα των αντρών στις προθήκες αλλά κανείς δεν μπορεί να ακούσει τις απελπισμένες κραυγές των γυναικών τους». Οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν μεταμορφωθεί σε φοβερά αξιοθέατα: είναι οι άνθρωποι από το Τσέρνομπιλ. Συχνά ονειρεύονται πως βρίσκονται στο Πριπιάτ και περπατούν στους ηλιόλουστους δρόμους αγκαλιασμένοι με τους αγαπημένους τους ή τα παιδιά τους. Θυμούνται την αρμονική, ανθισμένη πόλη που σήμερα χάσκει έρημη και για πάντα μολυσμένη. «Στις εκκενωμένες περιοχές βρίσκονται εξίσου θαμμένες η εποχή της πίστης στην επιστήμη και στην δικαιοσύνη του σοσιαλιστικού ιδεώδους». Δυσκολεύονται να το παραδεχτούν αλλά το ομολογούν: ότι αγαπούν κατά βάθος το Τσέρνομπιλ γιατί έδωσε ένα καινούργιο νόημα στην ζωή τους, το νόημα της οδύνης. Έμαθαν πώς είναι να είναι ταυτόχρονα θύτες και θύματα. Άλλωστε χάρη σ’ αυτό τους παραχωρήθηκε η αιωνιότητα.
Κλείνοντας το συγκλονιστικό βιβλίο μένω με τις φράσεις δεκάδων ανθρώπων που συμπυκνώνουν ολόκληρους βίους: Τα παιδιά γνωρίζουν ότι οι μέρες τους είναι μετρημένες. Ένα μικρό κορίτσι πηγαινοέρχεται σ’ ένα σπίτι όπου υπάρχει ένα μωρό με μια πελώρια τρύπα αντί για στόμα και καθόλου αυτιά, και λέει στην μητέρα του πως ακόμα κι αν γεννήσει ένα τέρας, πάλι θα το αγαπά. Ένας χωρικός προτού φύγει αποχαιρέτησε την κάθε μηλιά του χωριστά. Ένας πρώην μαθητής γνωρίζει πως κάτω από ένα επίπεδο χωράφι βρίσκεται θαμμένο ολόκληρο το χωριό του, το σχολείο του, το βοτανολόγιό του, η συλλογή με τα γραμματόσημά του. Οι γυναίκες βλέπουν συνεχώς εφιάλτες με τερατογεννέσεις. Μια αγελάδα τυλιγμένη σε πλαστικό και μια γριούλα, τυλιγμένη κι αυτή με το ίδιο πλαστικό, να φροντίζει το ζωντανό. Ένας πελαργός περπατάει σ’ ένα κατάμαυρο χωράφι. Είναι μια ζωγραφιά με την λεζάντα «Κανείς δεν είπε στον πελαργό τι να κάνει». Μια γυναίκα περιγράφει στην ευτυχία της κάθε φορά που ξάπλωνε στο χορτάρι στο δάσος, σε μια σχέση εμπιστοσύνης με την φύση που πλέον έχει οριστικά διαταραχθεί. Ένας άντρας δηλώνει ότι ευγνωμονεί το γεγονός ότι τώρα είναι που νοιώθει πλησιέστερα από ποτέ στα ζώα και στα δέντρα. Κι όλοι θυμούνται τον γαλανό ουρανό και τον ήλιο που έλαμπε εκείνη την ημέρα, με τον τρόπο που μόνο στην Ρωσία λάμπει.
Η ανάγκη για ανασύνθεση της αλήθειας και απονομή δικαιοσύνης κυριαρχεί στους διαλόγους. Η αναζήτηση των ενόχων μέσα στο ίδιο το σοβιετικό πολιτικό σύστημα ήταν αδύνατη· οι πάντες εκτελούσαν διαταγές από ανώτερους. Όλοι αναρωτιούνται γιατί γράφονται τόσα λίγα για το Τσέρνομπιλ. Θα μάθουμε ποτέ πόσα ήταν τα θύματά του; Αν η Ρωσία είχε κερδίσει αυτή την μάχη, θα γράφονταν περισσότερα; Γιατί σιώπησαν και σιωπούν οι συγγραφείς και οι φιλόσοφοι; Η μνήμη είναι πάντα παρούσα αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που επιλέγουν την λήθη, την απελευθέρωση από το βάρος των γεγονότων. Τι είναι τελικά προτιμότερο; Να θυμάται κανείς ή να ξεχνά;
Ξαφνικά τα βιβλία δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Σε ποιο βιβλίο να τα διαβάσω όλα αυτά; Πού έχει συμβεί κάτι παρόμοιο στο παρελθόν; Εφόσον οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν τίποτα και οι συγγραφείς στέκουν αμήχανοι, τότε φαντάζομαι πως μόνον εμείς μπορούμε να τους βοηθήσουμε με την ζωή και τον θάνατό μας. Δεν υπάρχει τρόπος να το κατανοήσει κανείς. Προσπαθούμε μονάχα να επινοήσουμε κάτι που μοιάζει με την αληθινή ζωή. [σ. 186]


Εκδ. Πατάκη, 2016, μτφ. Ορέστης Γεωργιάδης, με οκτασέλιδη εισαγωγή του Θανάση Τριαρίδη και τρισέλιδο με «ιστορικές πληροφορίες», σελ. 343 [1η έκδ., Περίπλους, 2001] [Svetlana Alexievich, 1997]

Στις εικόνες: 1) Η μόνη φωτογραφία που σώθηκε από το φιλμ του Igor Kostin που πέταξε πάνω από τον αντιδραστήρα. Η αλλοίωση από την ραδιενέργεια είναι εμφανής. 2) Το «ειδυλλιακό» Πριπιάτ, η πόλη που χτίστηκε για τους χιλιάδες εργαζόμενους στον πυρηνικό εργοστάσιο τρία χιλιόμετρα δίπλα του. 3) Οι εκκαθαριστές της στέγης. Η ραδιενεργή ακτινοβολία είναι εμφανής με την μορφή των λευκών σχηματισμών στο κάτω μέρος της φωτογραφίας. 4) Ένα κορίτσι αρνείται να αποχωριστεί την γάτα του το μεσημέρι της εκκένωσης της πόλης Πριπιάτ. 5 και 6) Μια όψη του Πριπιάτ μετά και πριν την εκκένωση. 7) Η εννιάχρονη Nastya Eremenko [Buda Kashelevo, Λευκορωσία], καρκινοπαθής του Τσέρνομπιλ (φωτ. Robert Knoth).
8) Η κόκκινη σημεία που έπρεπε οπωσδήποτε να κυματίζει πάνω στον αντιδραστήρα μετά το ατύχημα 9) Εργάτης ποζάρει μπροστά από τον κατεστραμμένο αντιδραστήρα χωρίς την στοιχειώδη προφύλαξη 10) Μια γυναίκα μέσα στο λεωφορείο που μετέφερε τους κατοίκους από το Πριπιάτ [στιγμιότυπο από διαδικτυακό βίντεο]. 11) Παρέλαση Πρωτομαγιάς στην κομμουνιστική πόλη. Οι μη εκκενωθείσες πόλεις δεν ακύρωσαν τις σχετικές παρελάσεις, εκθέτοντας τους πολίτες σε υψηλή ραδιενέργεια. 12) Το εσωτερικό του τέταρτο αντιδραστήρα 13) Εκκαθαριστής κτιρίων 14) Εναπομείναντα αντικείμενα στο έρημο Πριπιάτ 15) Η 67χρονη Nastasya Vasilyeva που παραμένει στο έρημο χωριό Rudnya 16) 1970, έτος ίδρυσης του Πριπιάτ και μιας εις γάμον κοινωνίας 17)  Τα λεωφορεία με τους κατοίκους της εκκενωθείσας πόλης 18) Μια ανεπίστροφη εποχή 19) Η πόλη όπως θα είναι πάντα 20)  Άλλη μια γυναίκα μέσα στο λεωφορείο της εκκένωσης [στιγμιότυπο από διαδικτυακό βίντεο]. Σκεφτική; Φοβισμένη; Η συγγραφέας προσκάλεσε ως αφηγητές τα ίδια τα πρόσωπα του δράματος.

Αναδημοσίευση από  πανδοχείο

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός