Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_η άδεια τσάντα



Ο άντρας που  κουβάλαγε το δώρο της ήταν κατάκοπος.
Η καρδιά της σκίρτησε, καθώς τον είδε από μακριά που ερχότανε.

Έλα,  έλα γρήγορα,  του φώναξε.
Και ήταν σα να λαχταρούσε το δώρο του.
Τι να'ταν, άραγε;
Κάποιο άρωμα βαρύ, μεθυστικό κι άπιαστο και άπιστο, αυτά που αρέσουν στις γυναίκες....
Κάποιο ρούχο μάλλινο, ζεστό πολύ,  να μην θέλεις να το βγάλεις τον χειμώνα ..
Μπορεί  να ήτανε βιβλία, αυτά είναι σίγουρα βαριά πράγματα...
Μπορεί να ήταν πολλά πράγματα μαζί,  ανακάτερα, για χρήση, για διασκέδαση, για τις τόσες ανάγκες της ζωής
Πόσες επιθυμίες τους στοιβάζουνε οι άνθρωποι σαν ...δώρα!
Πόσο φορτώνονται  οι ζωές απ' τις επιθυμίες των άλλων.
Κι έτσι, μπορούνε όλοι, λίγο αποδώ, λίγο αποκεί, κάπως να επιθυμήσουν, επιτέλους, την ζωή.
Κάπως κι αυτοί να ζήσουν....

Καθώς αυτός πλησίαζε μπόρεσε και τον είδε καθαρά.
Τι όμορφο μαύρο χρώμα στα μάτια του!
Τι όμορφα που σώπαινε...
Τα χέρια του, τι όμορφα που μιλούσαν....

Της έδωσε την τσάντα με το δώρο της.
Πάρτο, της είπε,
για σένα το κουβάλησα, από την Μαύρη θάλασσα κι απ' τον Βερίγγειο πορθμό, 
κουβέντιασα με μυθικούς θαλασσοπόρους
κι απ' όλα τα παζάρια πέρασα, 
με σέρνανε αποδώ κι αποκεί οι έμποροι,
μπήκα και σε κακόφημα στενά 
διάβηκα μια έρημο
κοιμήθηκα πολλές νυχτιές μονάχος.
Πάρτο, είναι δικό σου.

Η τσάντα της φάνηκε βαριά.
Σκέφτηκε:πώς την κουβάλησε έως εδώ τόσο δρόμο;
Βαρύτερη κι από σταυρός.
Κοίταξε και ήταν αδειανή.
Είχε το βάρος του κενού
Ο εαυτός του άδειος. Το δώρο του, τ' αναπάντεχο.

 Αν κάποιος  θέλει να ζήσει
να σηκωθεί απ' το μηδέν κι από του θάνατου την μαύρη απελπισία,
ας βρει έναν πόθο δικό του, αληθινό,
κι όχι δωράκια, επιθυμίες αλλότριες, καθρεφτάκια και απάτες.

Κι εκείνη που τόσο πόθησε μια μέρα να θαφτεί, σε κάποια θάλασσα, στις μακρινές Ινδίες
Την είδα που σκύβοντας του φίλησε τα χέρια.

Εκείνης, το δώρο της ήταν μια άδεια τσάντα.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός