Δύο αντιθετικές διαδρομές προς την τρέλα συλλαμβάνει με το νου και υλοποιεί με τον γραπτό του λόγο σε δύο διηγήματά του, ο Φ. Ντοστογιέφσκι.
Τα διηγήματα περιλαμβάνονται στο βιβλίο Οι σταθμοί της τρέλας (εκδ. ΠΑΡΟΥΣΊΑ, Αθήνα 1998, μετ. Βασ. Δασκαλάκης, σελ. 229).
Με την ευκαιρία της αναφοράς μου στο βιβλίο αυτό, θέλω να θυμίσω, στον εαυτό μου και σε άλλους ενδεχομένως, την πάντα διαθέσιμη χαρά του κλασικού αναγνώσματος στην εποχή του παγετώνα που διανύουμε: των εκδοτικών best sellers και της φθοροποιού τριβής ενός γραπτού λόγου που παράγεται ακατάσχετα, και γι αυτό τόσο ρηχά και εφήμερα, στα μέσα μαζικής δικτύωσης.
Ίσως κάποτε μπορέσω να γράψω κάτι για την σχέση συγγένειας της λογοτεχνίας-ποίησης με την φιλοσοφία, συγγένεια που προκύπτει από την οντολογία του Ερωτήματος.
Δυο άνθρωποι οδηγούνται στην καταστροφική τρέλα και στον θάνατο, όχι εξαιτίας κάποιας ασθένειας νευρολογικής - βιολογικής φύσεως, ούτε εξαιτίας κάποιας κοινωνικής δυσλειτουργίας, όπως κάπως βιαστικά θα σπεύδαμε να εξηγήσουμε σήμερα.
Το πρώτο διήγημα (Τα στάδια της τρέλας) τελειώνει με τον Εφίμοβ να τρέχει αλλόφρων στα στενά σοκάκια και να χάνεται στο σκοτάδι, ενώ στο δεύτερο (Μια αδύνατη καρδιά) ο Βάσσια Χούμκοβ οδηγείται στο άσυλο, έχοντας χάσει το λογικό του.
Πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή; σε τι συνίσταται και σε τι αφορά η τρέλα;
Ο Ντοστογιέφσκι, δεν κάνει μια ψυχολογίζουσα λογοτεχνία, δεν τον ενδιαφέρει να περιγράψει κάποιες ατομικές περιπτώσεις ανθρώπων, για αυτό και λείπουν οι εξαντλητικές λεπτομέρειες για τις ιστορίες και τα περιβάλλοντα των ηρώων του, που θα διέχεαν την προσοχή μας, εδώ και κει, σε διάφορα σημεία τριγύρω...
Τον ενδιαφέρει κυρίως να μας κατεθύνει στην θέαση της τρομερής διαχωριστικής γραμμής. Γνωρίζει καλά την ανθρώπινη ψυχή και επιπλέον ότι η αναμέτρηση δεν αφορά κάποιον, έναν πιθανώς προβληματικό άνθρωπο με τον οποίο θα δυσκολεύομασταν να βρούμε κοινούς τόπους, αλλά ανοίγεται στον ευρύ ορίζοντα όπου διαδραματίζεται η ανθρώπινη περιπέτεια, εκεί που όλοι μας έχουμε μοίρα.
Η ευρύτητα αυτή επιβάλλει οι ήρωές του να είναι οριακοί, απόλυτα σπαρασσόμενοι και μοιραίοι.
Ο Ντοστογιέφσκι ανιχνεύει την πορεία προς την τρέλα και τον θάνατο, ως μια πτυχή -ίσως η πιο κραυγάζουσα πτυχή- της πτώσης του ανθρώπινου προσώπου.
Οι δύο ήρωες βρίσκονται αντιμέτωποι με την πρόκληση της Ευτυχίας.
Το ανθρώπινο ζώο αναζητά με μια προσήλωση που το κάνει μοναδικό, την Ευτυχία
Μιλάω για την ευτυχία ως απαρτίωση, ξεδίπλωμα και άνθιση όλων των ταλέντων που μπορεί να έχουν χαριστεί σ' έναν άνθρωπο (Εφίμοβ) μέσα σε μια δοσμένη ιστορική συγκυρία και ως βίωση της ανέλπιστης και όμορφης αγάπης (Βάσσια).
Απέναντι στην πρόκληση της Ευτυχίας, που στέκει σε ύψος θεϊκό και απρόσιτο, γνέφοντας και μαυλίζοντας την ψυχή, ο πεσμένος άνθρωπος πορεύεται είτε με ένα διογκούμενο από την μεγαλοφυΐα του, είτε με ένα ενοχικό, υπερευαίσθητο και τραυματισμένο εαυτό.
Ο Εφίμοβ δεν μπορεί να πράξει μέσα στον κόσμο, καθώς νιώθει ότι ο κόσμος δεν είναι αρκετά ικανός για να εκτιμήσει την βιολιστική του δεξιοτεχνία και γι αυτό ζει μια ζωή περιθωριακή, καταστρέφοντας με την αναβλητικότητα και την αδιαφορία του την οικογένειά του, ενώ ο ίδιος βρίσκει μια πρόσκαιρη ανακούφιση στο ποτό.
Η ευτυχία για αυτόν, χρόνο το χρόνο, γίνεται κάτι άπιαστο, κάτι που διαρκώς ξεμακραίνει. Η σκηνή όπου με δέος ξεκλειδώνει την θήκη του βιολιού του και αντικρίζει το όργανο της ελευθερίας του, είναι από τις πιο σπαραχτικές. Κι όταν κάποια στιγμή μέσα στον βυθό των παθών του ("σε βυθό πέφτει από βυθό") έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή αλήθεια ενός υπερτιμημένου και σπαταλημένου εαυτού, ορμάει σαν αγρίμι στον θάνατο.
Είναι η τελική του πράξη, που συνοψίζει την έλλειψη της πράξης, που θα συνταίριαζε τον λογισμό και τ' ονειρο μιας ολόκληρης ζωής.
Αντίθετα, ο Βάσσια, πράττει μανιωδώς, κατασκευάζει με υλικά της πραγματικότητάς του (είναι υπάλληλος γραφέας) ένα φανταστικό και ανυπέρβλητο εμπόδιο το οποίο αδυνατεί να ξεπεράσει. Η δική του ιστορία, σε αντίθεση με την αργή και επίπονη εξλελιξη του Εφίμοβ που διαρκεί χρόνια, διαδραματίζεται ταχύτατα μέσα στην παραμονή και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Η καταιγιστική ταχύτητα απο τη μια, υπογραμμίζει την πράξη ως στοιχείο εντατικότητας απέναντι σε έναν εαυτό που έχει όρια και δυνάμεις πεπερασμένες, και από την άλλη, το μέγεθος της σκληρότητας του ήρωα απέναντι στον εαυτό του.
Ο Βάσσια μην μπορώντας να εκτιμήσει τον εαυτό του, νιώθει ότι δεν αξίζει την αγάπη της όμορφης και καλής Λιζάνκας, την μητρική αποδοχή της μητέρας της, την παρουσία και στήριξη του παλιού και καρδιακού φίλου του Αρκάδη, όλα δηλαδή εκείνα που φτιάχνουν την ανθρώπινη ευτυχία. Ο φόβος του δοσίματος στην αγάπη τον οδηγεί στην απελπισία και τον παροξυσμό: μετατρέπεται σε στρατιώτη που εκτελεί διαταγές κι έτσι μπορεί να πειθαρχήσει τον ερωτευμένο εαυτό του και να αναστείλει την ευτυχία.
Ο πρώτος ήρωας πιστεύει ότι η ευτυχία δεν θα είναι ποτέ αρκετή γι'αυτόν, ποτέ ισάξιά του, ενώ ο δεύτερος οτι δεν είναι άξιος για τόση ευτυχία!
Η τρομακτική ανικανότητα του ανθρώπου να γευτεί μια ευτυχία για αυτόν, μια ευτυχία αναπαυτική που να δικαιώνει και να νοηματοδοτεί την μοναδικότητα της ύπαρξής του, έχει ως αποτέλεσμα τον πόνο.
Τα ανθρώπινα πλάσματα πονούν σε αυτή την αναζήτηση και βρίσκονται διαρκώς εκτεθειμένα στην αποτυχία.
Θα μπορούσαμε να απαλλάξουμε τους ανθρώπους από τα βάσανα; αναρωτιέται ο Ν. Μπερντιάγεφ.
Ναι, αν τους στερούσαμε την ελευθερία, απαντάει ο ίδιος στο έργο του, "Το πνεύμα του Ντοστογιέφσκι".
Ο συγγραφέας στους Σταθμούς της τρέλας, δίνει αριστοτεχνικά ολόκληρη την απάντηση, στο πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας του Εφίμοβ. Είναι η τελευταία συνάντηση του πρώτου αφεντικού του μουσικού, λίγο πριν φύγει για πάντα απο την φιλόξενη αυλή του προς αναζήτηση της τύχης του.
Σε καμιά δεκαπενταριά σελίδες, αναπαριστά την συνθήκη της πτώσης και της σύγχυσης που οδήγησε τον Εφίμοβ και όλη την ανθρωπότητα στην παράνοια, που ζούμε και βλέπουμε γύρω μας καθημερινά.
Αντιγράφω, και με αυτό κλείνω, μόνο λίγες γραμμές από το τέλος αυτής της συνάντησης, που σήμανε τον οντολογικό χωρισμό του ανθρώπου από την θεία φύση του.
-Εγκορ, είπε ο αφεντικός ύστερα από μερικές στιγμές σιωπή, δε θα σε παρατήσω έτσι. Αν δε θέλεις να μείνεις στο σπίτι μου πήγαινε, είσαι λεύτερος, δε μπορώ να σε κρατήσω δια της βίας, παίξε όμως τίποτα με το βιολί σου. Εγκορ, δε σε διατάζω, κατάλαβέ με καλά, δε σε αναγκάζω, σε ικετεύω με δάκρυα στα μάτια.... Εγκορ, σε νιώθω, νιώσε με και συ λοιπόν.....
........................
-Τώρα, άντε, πήγαινε, Εγκορ! Μπορείς να βγεις από δω μέσα και να πας όπου θες..... Ακουσε τούτο μόνο που σου λέω, μην ξαναβρεθείς ποτέ πια μπροστά μου, ο δρόμος είναι μεγάλος και πλατύς, ας μην ξανασυναντηθούμε....
Σε αυτόν τον μεγάλο και πλατύ δρόμο της χαρισμένης ελευθερίας μας, βρισκόμαστε και βαδίζουμε....αυτός είναι ο ορίζοντάς μας, πορεία και διαχωριστική γραμμή ταυτόχρονα....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου