Ναπολέων Λαπαθιώτης
(1888-1944)
Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο
που λάμπει μες τη νύχτα
Τίποτ' άλλο
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου
Τίποτ' άλλο
Μια φωνή που γρικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει
Τίποτ' άλλο
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου
Τίποτ' άλλο
Πέρα μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει
Τίποτ' άλλο
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου
Τίποτ' άλλο.
Σχόλιο:
Ω! ποιά τύχη μπορεί να έχουν στίχοι σαν το "Νυχτερινό" του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη σήμερα κι από πάντα; Ούτε ανάμεσα στους ποιητές δεν ευτυχούν παρόμοιοι στίχοι. Γιατί είναι σα να γράφονται και να σώζονται από κάποια παράξενη και ανεξήγητη τύχη, παρά και ενάντια σε κάθε θέληση και σκοπιμότητα. Μοιάζει σα να μην γράφονται για να απαγγελθούν, για να εκδοθούν, για να διδάξουν, για να υμνήσουν, για να χλευάσουν. Δεν θέλουν να κάνουν τίποτα.
Με την ίδια ευκολία θα μπορούσαν ίσως, να είχαν γραφτεί πάνω σε ένα κομματάκι χαρτιού, σε ένα πακέτο Άσσο κασετίνα, σε ένα περιθώριο τηλεφωνικού καταλόγου, μια στιγμή μεγάλης κατάπτωσης για να πάρουν τη θέση της σιωπής της νύχτας.
Με την ίδια ευκολία θα μπορούσαν ίσως, να είχαν γραφτεί πάνω σε ένα κομματάκι χαρτιού, σε ένα πακέτο Άσσο κασετίνα, σε ένα περιθώριο τηλεφωνικού καταλόγου, μια στιγμή μεγάλης κατάπτωσης για να πάρουν τη θέση της σιωπής της νύχτας.
Θα μπορούσαν να είχαν χαθεί, χωρίς να λείψουν από κανένα. Μια φωνή που θα μπορούσε να είχε πάψει ή θα πάψει σε λίγο ν' ακούγεται, για να μείνει ο σάλος, η βοή του κόσμου, ο αχός μιας διαρκούς κίνησης, οι ήχοι της ζωής. Τα πήγαινε-έλα, οι στόχοι, οι προσπάθειες, οι έρωτες, οι θεωρίες, το νόημα, το παν, το εν. Ο σάλος που υπήρχε από πριν και που θα εξακολουθήσει να υπάρχει και μετά.
Η ζωή.
Η ζωή.
Ω! αυτοί οι στίχοι είναι αυτοαναφορικοί. Μεγάλο σχεδόν αμάρτημα!! Υποκειμενισμός δίχως όρια.
Βούλιαγμα στην αδιέξοδη εσωτερικότητα που χάνει το στερνό σινιάλο του κόσμου. Παραιτείται κι ο κόσμος ξεμακραίνει.
Από τούτο το βαπόρι - κόσμος που φεύγει, κάποιος ρίχνει μια ματιά και διακρίνει κείνη την κουκίδα που όσο πάει και μικραίνει, που όσο πάει και βυθίζεται στο βάθος του μυαλού του ποιητή έως να μείνει τίποτα.
Από τούτο το βαπόρι - κόσμος που φεύγει, κάποιος ρίχνει μια ματιά και διακρίνει κείνη την κουκίδα που όσο πάει και μικραίνει, που όσο πάει και βυθίζεται στο βάθος του μυαλού του ποιητή έως να μείνει τίποτα.
Ή το αντίστροφο. Ο ποιητής προσηλώνει την ματιά του στον κόσμο έως να γίνει μια κουκίδα.
Οι λέξεις αδικούν τον κόσμο και κόβουν τον ποιητή σε κομμάτια.
Τίποτα, ούτε λόγια ούτε Τίποτα άλλο.
Ή το αντίστροφο.
Τι σώζει λοιπόν τους στίχους της δυστυχίας που ευτύχησαν να φτάσουν έως εδώ;
Τι σώζει λοιπόν τους στίχους της δυστυχίας που ευτύχησαν να φτάσουν έως εδώ;
Το παράπονο μεγάλο στα βάθη του μυαλού του.
Προσηλώνεται και Παραιτείται.
Τίποτα άλλο.
Τίποτα άλλο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου