Σε είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο,
μεσημέρι,
εσύ δε με είδες.
μεσημέρι,
εσύ δε με είδες.
Η φωνή μου πήγε να πετάξει, να σε φτάσει
μα μαζεύτηκε.
μα μαζεύτηκε.
Φοβήθηκε κι αυτή έτσι που σαν λιοντάρι έμοιαζες
καθώς περνούσες γρήγορα,
με βήμα μοναχικό, πνιγμένο,
με βήμα μοναχικό, πνιγμένο,
αγριεμένο
και στο στόμα σου - σφιχτό τόσο πολύ-
κρατούσες
όλες τις κραυγές, να μην ξυπνήσει
η πόλη.
Και τρόμαξα σαν είδα το περπάτημα
και κρύφτηκα σαν άκουσα
μέσα μου να φτάνει η ηχώ σου
γι’ αυτό εσύ δε με είδες..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου