Σε είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο, μεσημέρι, εσύ δε με είδες. Η φωνή μου πήγε να πετάξει, να σε φτάσει μα μαζεύτηκε. Φοβήθηκε κι αυτή έτσι που σαν λιοντάρι έμοιαζες καθώς περνούσες γρήγορα, με βήμα μοναχικό, πνιγμένο, αγριεμένο και στο στόμα σου - σφιχτό τόσο πολύ- κρατούσες όλες τις κραυγές, να μην ξυπνήσει η πόλη. Και τρόμαξα σαν είδα το περπάτημα και κρύφτηκα σαν άκουσα μέσα μου να φτάνει η ηχώ σου γι’ αυτό εσύ δε με είδες..
ιστολόγιο σκέψεων και συναισθημάτων